Pisma Myortvogo Cheloveka (Γράμματα Ενός Νεκρού Ανθρώπου, 1986)
Ο Konstantin Lopushansky δημιουργεί ξανά τον μετα-αποκαλυπτικό τρόμο μίας πυρινικής καταστροφής αμέσως μετά το Τσερνόμπιλ.
Αναμφισβήτητα το έργου του Andrei Tarkovsky έχει επηρεάσει πολλούς σκηνοθέτες όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και από ότι φαίνεται θα συνεχίζει και στο μέλλον. Αν υπάρχει όμως κάποιος που να έχει επηρεαστεί σε ένα μεγαλύτερο βαθμό από τον Tarkovsky αυτός είναι σίγουρα ο Konstantin Lopushansky. Με ταινίες που χαρακτηρίζονται από μια ακραία ματιά στην καθημερινότητα και με μία διαφορετική προσέγγιση στο είδος της επιστημονικής φαντασίας ο Lopushansky είναι μία cult μορφή στον κινηματογράφο της Ρωσίας. Μπορεί για αυτή την πορεία να φταίει και το γεγονός πως η πρώτη του σοβαρή κινηματογραφική ενασχόληση ήταν ως βοηθός παραγωγής στο Stalker. Επτά χρόνια αργότερα και μετά από δύο μικρού μήκους ταινίες θα γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους Γράμματα Ενός Νεκρού Ανθρώπου (Письма Мёртвого Человека / Pisma Myortvogo Cheloveka) το 1986.
Η ιστορία εξελίσσεται σε μία ανώνυμη πόλη μετά το τέλος ενός πυρηνικού πολέμου που εξαφάνισε τα πάντα. Όλα ξεκίνησαν από έναν χειριστή που εκτόξευσε κατά λάθος έναν πύραυλο και η αλυσιδωτές αντιδράσεις τον άλλων χωρών οδήγησαν σε αυτό το ολοκαύτωμα. Οι μόνοι επιζήσαντες της περιοχής ζούνε σε καταφύγια και κυρίως σε ένα που βρίσκεται κάτω από την βιβλιοθήκη ενός μουσείου. Επικρατεί μόνιμα χειμώνας λόγω της αυξημένης ραδιενέργειας. Η στρατιωτική αστυνομία διεξάγει ελέγχους έτσι ώστε όσοι είναι μολυσμένοι να μην πλησιάζουν τους άλλους. Κεντρικός ήρωας είναι ο καθηγητής και κάτοχος Νόμπελ Φυσικής (Rolan Bykov) που είναι ο μόνος που σώθηκε από την οικογένεια του. Προσπαθεί να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και κυρίως κάποια μικρά παιδιά που βρέθηκαν μολυσμένα. Για να διατηρηθεί καλύτερα ψυχολογικά “στέλνει” με το μυαλό του γράμματα στον γιο του Erick με πληροφορίες από την καθημερινότητά του σαν να είναι παρών παρά το γεγονός πως και εκείνος χάθηκε μαζί με τους υπόλοιπους.
Η ταινία ίσως θα μπορούσε να είναι μία από τις πλέον απαισιόδοξες που έχουν ασχοληθεί με τον φόβο μιας πυρηνικής καταστροφής. Αυτό βέβαια δεν είναι τυχαίο μιας και βγήκε την ίδια χρονιά με το ατύχημα του Τσερνόμπιλ. Έτσι μία παραβολική ιστορία για το τέλος του κόσμου και του ανθρώπινου πολιτισμού είναι παραπάνω από επίκαιρη εκείνη την περίοδο. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν νότες ελπίδας για κάποια πιθανότητα επιβίωσης ή ανάκαμψης. Όλα είναι αντίστροφα τώρα, ο άνθρωπος απλά επιστρέφει στις σπηλιές – υπόγεια και στην ουσία περιμένει στωικά να έρθει το αναμενόμενο τέλος. Δεν θα εμφανιστούν ήρωες που θα σώσουν την κατάσταση, δεν θα γίνει κάποια ανατροπή που θα αλλάξει το μέλλον. Είναι μία αυστηρή καταγραφή της αποτυχίας του ανθρώπου χωρίς ωραιοποιήσεις. Ο Lopushansky οπτικοποιεί τους χειρότερους εφιάλτες μας και μπορεί να φαίνεται υπερβολικός ο τρόπος του αλλά στην ουσία θα μπορούσε να θεωρηθεί ρεαλισμός μετά την καταστροφή. Στο μοναδικό σημείο που αφήνει μία υπόνοια άρρωστης ελπίδας είναι η ομάδα των παιδιών που ίσως φέρουν κάποια αλλαγή στο μέλλον. Παράλληλα στο ίδιο σημείο υπάρχει και ο πιο έντονος συμβολισμός, καθώς τα παιδιά εγκαταλείπουν την προστασία ενός ιερέα για να πάνε με τον επιστήμονα.
Το ντεμπούτο του Lopushansky συνεχίζει ίσως σε ένα βαθμό τα πράγματα από εκεί που τα άφησε το Stalker. Σίγουρα δεν είναι ένα sequel αλλά τα κοινά σημεία είναι αρκετά και πολύ έντονα. Είναι μία καθαρόαιμη μετά-αποκαλυπτική ταινία που σε έναν θεωρητικό βαθμό χαρακτηρίζεται και επιστημονικής φαντασίας. Το homage του Lopushansky δεν σταματά μόνο στην θεματολογία μιας και στο σενάριο έχει συνεργαστεί με τον Boris Strugatsky που μαζί με τον αδερφό του Arkady ήταν από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας της Σοβιετικής Ένωσης και έγραψαν του Πικνίκ Δίπλα στο Δρόμο στο οποίο βασίστηκε το Stalker. Οπότε η ταινία είναι ένα γνώριμο περιβάλλον για γνώστες του είδους. Η βασική διαφορά του Lopushansky όμως είναι πως χειρίζεται το θέμα του με πολύ μεγαλύτερη απαισιοδοξία όπως προαναφέρθηκε. Είναι αυστηρά κλειστοφοβικός στα πλάνα του, και φαίνεται σαν να μην επιτρέπει στους ήρωες του να αναπνεύσουν. Απογυμνωμένες εικόνες από χρώματα και αισθήσεις που κάποιες φορές δεν μεταφέρουν κάτι άλλο εκτός από πεσιμισμό. Ο σκηνοθέτη πιέζει ακόμα περισσότερο την εικόνα του χρησιμοποιώντας την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Nikolai Pokoptsev φιλτράροντας την με έντονο κίτρινο χρώμα που νεκρώνει τα πάντα. Όλα βρίσκονται σε μια φάση αποσύνθεσης ακόμα και το φρέσκο χιόνι. Δεν υπάρχει ποίηση στις σκηνές του είναι αυστηρός, νιχιλιστής ίσως και εκνευριστικά κυνικός αλλά αυτό υποστηρίζεται από το γεγονός πως οι σκέψεις προέρχονται από πραγματικό προβληματισμό για το μέλλον και δεν είναι απλά ένας εσωτερικά καταπιεσμένος καλλιτέχνης.
Είναι μάλλον προφανές πως η ταινία απευθύνεται σε αυστηρά περιορισμένο κοινό. Αυτό όχι γιατί θα δυσκολέψει κάποιον να την κατανοήσει ή να λάβει τα μηνύματα που προσπαθεί να εκφράσει. Είναι το ύφος της που θα αποτρέψει τον θεατή να συνδεθεί μαζί της και είναι δύσκολο να γίνει αρεστή στο κοινό ειδικά αν δεν είναι προετοιμασμένο για κάτι τόσο έντονο. Αν παραμεριστούν οι αρχικοί ενδοιασμοί τότε κάποιος μπορεί να αφεθεί στα Γράμματα Ενός Νεκρού Ανθρώπου και να νιώσει πως ψήγματα των ίδιων σκέψεων τα έχει ίσως και ο ίδιος.
Την ειδα θετικά επηρεασμένος από αυτό που διάβασα και απ’ τις εικόνες. Μέσα στις καλύτερες που έχω δει πάνω στο θέμα. Μου θύμισε και μια ταινια που είχε βγει ενα χρόνο νωρίτερα, εκ Πολωνίας, http://www.imdb.com/title/tt0089714/?ref_=fn_al_tt_1 , την έχεις υπόψιν;
Χαίρομαι που ένα τόσο απαισιόδοξο θέμα και κείμενο σε επηρέασε θετικά για να δεις την ταινία! Η πρώτη της τριλογίας του Szulkin όντως έχει κοινά πατήματα μιας και ο φόβος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος ήταν ιδιαίτερα έντονος τότε σε όλο το κόσμο. Βέβαια η ταινία του Szulkin είναι περισσότερο επιστημονικής φαντασίας χωρίς όμως να είναι μειονέκτημα αυτό. Μου άρεσε αρκετά και το O-Bi, O-Ba – The End of Civilization.