Perfect Sense (Η Αίσθηση του Έρωτα, 2011)
Ένα δυστοπικό ρομαντικό δράμα με τους Ewan McGregor και Eva Green από τον David Mackenzie.
ΟDavid Mackenzie είναι από τους πιο γνωστούς Σκώτους σκηνοθέτες των τελευταίων ετών. Αν και ξεκίνησε κυρίως κινούμενος στον χώρο του ανεξάρτητου Βρετανικού κινηματογράφου, πρόσφατα έχει καταφέρει να περάσει και σε πιο mainstream επιλογές. Παρά την αλλαγή στο ύφος των ταινιών του, και την συνεργασία του με μεγάλα ονόματα, ο Mackenzie σχεδόν πάντα γυρνάει σε περιοχές της Σκωτίας. Έτσι μετά από το Spread, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη με το Perfect Sense (Η Αίσθηση του Έρωτα). Στην ίδια ταινία συνεργάζεται ξανά με τον πρωταγωνιστή του Young Adam (2002), Ewan McGregor αλλά και για πρώτη φορά με την Eva Green. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Sundance του 2011.
Η Αίσθηση του Έρωτα είναι ένα δυστοπικό ρομαντικό δράμα που εξελίσσεται στη σημερινή Γλασκώβη. Η Susan (Eva Green) είναι μία νεαρή επιδημιολόγος που γνωρίζεται τυχαία με τον Michael (Ewan McGregor), τον σεφ του γειτονικού της εστιατορίου. Η γνωριμία τους συμπίπτει με το ξέσπασμα μιας παγκόσμιας επιδημίας με άγνωστα ακόμα αίτια. Τα βασικά συμπτώματα αυτής της άγνωστης ασθένειας είναι η σταδιακή απώλεια των αισθήσεων και η απότομη εναλλαγή συναισθημάτων. Στην αρχή χάνεται η αίσθηση της όσφρησης, μετά η γεύση και αργότερα η ακοή και η όραση. Η Susan προσπαθεί μέσω πειραμάτων να ανακαλύψει περισσότερα για τα αίτια αυτής της ασθένειας ενώ ταυτόχρονα ξεκινά την ερωτική της σχέση με τον Michael. Μαζί θα ζήσουν όλες τις εναλλαγές αυτής της ασθένειας και ίσως και τις τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας.
Η ταινία του Mackenzie, σίγουρα δεν πρόκειται για την πρώτη που ασχολείται με το τέλος του κόσμου με αφορμή κάποια ασθένεια. Επίσης δεν είναι η πρώτη ρομαντική ιστορία που εξελίσσεται σε ένα μη ουτοπικό περιβάλλον. Παρά την έλλειψη πρωτοτυπίας ο Mackenzie καταφέρνει να παραδώσει μια ενδιαφέρουσα ταινία χωρίς να την βαρύνει με άχρηστα εφέ ή ευκολίες που θα άρμοζαν σε μια τυπική ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ακλουθώντας περισσότερο την Indie προσέγγιση και λιγότερο το Hollywood, καταφέρνει σε γενικές γραμμές να παρουσιάσει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Άλλωστε το είδος των ρομαντικών ταινιών είναι ένας τομέας που ο Mackenzie έχει μια ιδιαίτερη προϋπηρεσία μιας και είναι το κυρίαρχο είδος στο ως τώρα έργο του. Σεναριογράφος της ταινίας είναι ένα από τα αγαπημένα παιδιά της εταιρίας Zentropa του Lars von Trier, ο Δανός συγγραφέας Kim Fupz Aakeson. Αυτό το σενάριο είναι και το ντεμπούτο του σε μη δανέζικη ταινία αλλά και το πρώτο επιστημονικής φαντασίας. Η ιδέα του παρουσιάζει έντονες ομοιότητες με το σενάριο του πρόσφατου Blindness (2008) του Fernando Meirelles, που πάλι ασχολείται με την απώλεια των αισθήσεων. Το θετικό είναι πως σεναριακά ο Aakeson έχει προχωρήσει την ιδέα σε ένα επόμενο επίπεδο αλλά και πάλι δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα. Απόλυτα εναρμονισμένες με την ταινία είναι τόσο η φωτογραφία του Giles Nuttgens όσο και η ορχηστρική μουσική του Max Richter.
Είναι λογικό, πως μία ταινία που διαδραματίζεται σε μία αποκαλυπτική περίοδο όπως Η Αίσθηση του Έρωτα, να εγείρει φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα τόσο για το τέλος του κόσμου, όσο και για τον τρόπο που θα έρθει αυτό. Ο Mackenzie, δεν αξιοποιεί την ευκαιρία, και ασχολείται με αυτό το θέμα καθαρά επιφανειακά χωρίς να το εκμεταλλευτεί ουσιαστικά. Επικεντρώνεται, σχεδόν αποκλειστικά, στην ερωτική ιστορία των δύο ηρώων και εστιάζεται στο γεγονός πως υπό άλλες συνθήκες αυτοί οι δύο δεν θα ήταν ποτέ μαζί. Δείχνει πως δύο άτομα που ποτέ τους δεν θα ήθελαν κανένα δίπλα τους, μπορούν να αποτελέσουν το τέλειο ζευγάρι, και πως ο φόβος του επικείμενου τέλους καταφέρνει να τους μεταμορφώσει συναισθηματικά. Η ταινία γίνεται αρκετά διδακτική, αφού επισημαίνει ατέρμονα την ανάγκη της αγάπης και της συντροφικότητας. Έτσι η αρχικά έξυπνη ιδέα, δεν διαχειρίζεται όπως θα έπρεπε και πέφτει σε συχνές επαναλήψεις που κουράζουν. Η ιστορία ενώ αρχικά έχει έναν ενδιαφέροντα ρυθμό με αποτέλεσμα να ξεδιπλώνεται φυσιολογικά από τα μέσα και μετά αρχίζει να κομπιάζει και να πέφτει σε κενά. Οι δύο παράλληλες ιστορίες, του έρωτα και της καταστροφής, μπορεί να συνδέονται φαινομενικά αλλά δεν καταφέρνουν να συνυπάρξουν σε μία νοητή ολοκλήρωση και δημιουργούν αναπάντητα ερωτήματα. H Green και ο McGregor έχουν αναλάβει αποκλειστικά πάνω τους όλη την ταινία. Μπορεί να καταφέρνουν να αποφύγουν την στερεοτυπική απεικόνιση των χαρακτήρων τους, αλλά δεν τους δίνεται η δυνατότητα να παρουσιάσουν πιο δυνατούς τους ήρωες που υποδύονται. Τα κενά της εξιστόρησης και η ελλιπής ανάπτυξη των ηρώων, έχουν ως αποτέλεσμα η ταινία να μην αναπνέει και να μην ξεφεύγει σε άλλο επίπεδο.
Παρά τις έντιμες προσπάθειες και την καλή θεωρητική χρήση των σκηνοθετικών τεχνικών, ο Mackenzie δεν καταφέρνει να παραδώσει το αποτέλεσμα που ίσως ο ίδιος περίμενε. Η ιδέα δύο ερωτευμένων κυνικών ανθρώπων λίγο πριν το τέλος φαντάζει γοητευτική αλλά η ψυχρή και illustration προσέγγιση του θέματος μάλλον αποτρέπει τον θεατή από το να εμπλακεί συναισθηματικά με την ταινία.