Cosmopolis (2012)
Ο David Cronenberg οδηγείται σε χαμένους συμβολισμούς, κενόσοφες αναλύσεις που δεν βγάζουν πουθενά και επιδερμικές ενδοσκοπήσεις του προφανούς.
Το βιβλίο Cosmopolis του Don DeLillo φάνταζε ιδανική περίπτωση για να επιστρέψει ο David Cronenberg στο αγαπημένο του είδος και να φύγει από τα δράματα εποχής και τις βιογραφίες. Αν και το ίδιο το βιβλίο δεν είχε λάβει ιδιαίτερα θετικές κριτικές η θεματική του και μια καλή μεταφορά του λογικά θα το αναδείκνυαν. Μεγάλο λάθος.
Ο Eric Packer (Robert Pattinson) είναι ένας 28χρονος αμοραλιστής και κυνικός εκατομμυριούχος. Αν και ζει στο σήμερα είναι βγαλμένος από τα καλύτερα πρότυπα των yuppies των 80s. Μία συνεχώς κινούμενη άσπρη λιμουζίνα είναι ολόκληρη η ζωή του. Εκεί κλείνει συμφωνίες, κοιμάται, πηδάει, εξετάζει τον προστάτη του και φιλοσοφεί για τα πάντα ενώ θέλει να διασχίσει το Manhattan από την μία άκρη στην άλλη για ένα κούρεμα. Σίγουρα όλη αυτή η ιστορία φάνηκε άκρως γοητευτική στο μυαλό του Καναδού.
Ο Cronenberg αν και θεωρητικά είναι έτοιμος για το ιδανικό comeback του, καταφέρνει να αφήσει αυτή την ευκαιρία εντελώς ανεκμετάλλευτη. Ειδικά στην ιδέα πως είναι ο ίδιος σκηνοθέτης που θα μπορούσε να πάρει ένα μέτριο σενάριο και να το διασκευάσει σε τέτοιο βαθμό που να γίνει αριστούργημα, ο Cronenberg πλέον μένει εκνευριστικά στάσιμος. Ακολουθεί αυστηρά την κουραστική και καθόλου ελκυστική αφηγηματική του βιβλίου, δεν πειραματίζεται, δεν κάνει καν την απόπειρα να ξεφύγει από την πρώτη ανάγνωση. Η πτώση του καπιταλισμού, η κοινωνική αποξένωση, οι φοβίες της τρομοκρατίας, η ματαιοδοξία του χρήματος, η σεξουαλική υπερένταση, οι cyber οικονομικές συναλλαγές, η παγκόσμια κρίση και μία δόση θρησκευτικής φιλοσοφίας κάνουν ένα καλό μείγμα αλλά αυτό δεν αρκεί. Σαφώς και όλες αυτές οι ιδέες που αναπτύσσονται είναι εντελώς σύγχρονες και μέσα στην προβληματική που πάντα αρέσκεται να προβάλλει στις ταινίες του. Αλλά αυτή τη φορά μένει εκεί στη βάση της ιστορίας, δεν προχωράει πουθενά.
Δυστυχώς δείχνει πως δεν μπορεί να διαχειριστεί καν το μέτριο υλικό που έχει. Είναι τρομακτικό το πως εγκλωβίζεται και ο ίδιος στο αυτάρεσκο περιβάλλον του ήρωα του. Ενώ στην ουσία προσπαθεί να κάνει μία ουσιαστική και πραγματική κριτική, πέφτει και ο ίδιος στην παγίδα του. Η σκηνοθεσία του δεν δίνει καμία διαφυγή, δεν αναπνέει, δεν δημιουργεί, απλά απεικονίζει στεγνά και με ενοχλητική ακρίβεια λέξη λέξη αυτά που διάβασε. Ο Cronenberg επιδίδεται σε μία αχρείαστη και άχρηστη άσκηση ύφους τόσο για την ηλικία του όσο και για την ως τώρα πορεία του. Συμπεριφέρεται σαν να δοκιμάζει για πρώτη φορά να γυρίσει κάτι έξω από τους κανόνες. Θέλει να δημιουργήσει μία ψυχρή ατμόσφαιρα αλλά αντί να επιλέξει που να εστιάσει, παγώνει τα πάντα αρκεί να υπηρετήσει τυφλά την φόρμα όπως την έχει στήσει στο μυαλό του. Προσπαθεί να πείσει ακολουθώντας μία μανιέρα που είναι ξεπερασμένη και δεν δίνει τίποτα στον θεατή. Σίγουρα είναι ελκυστικό να μπορείς να έχεις την πολυτέλεια να μένεις αυστηρά πιστός στον φορμαλισμό σου αλλά όταν αυτός καταπίνει κάθε ελευθερία δημιουργικότητας είναι προβληματικός.
Η επιλογή του Robert Pattinson στον πρωταγωνιστικό ρόλο θα μπορούσε να είναι ο προφανής στόχος και η εύκολη λύση που θα δικαιολογούσε κάποια από τα προβλήματα της ταινίας. Μακάρι ο Pattinson να ήταν το βασικό μειονέκτημα της ταινίας, αλλά ούτε και αυτός σώζεται. Ο ίδιος δείχνει πως ακολουθεί πιστά τις εντολές του σκηνοθέτη και δένει με την κενότητα των πλάνων του. Παραμένει τόσο διάφανος και ξύλινος όσο απαιτείται από τον ρόλο του, άλλωστε αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που επιλέχθηκε. Στη προσπάθειά του βέβαια να μην βγάλει κανένα συναίσθημα μάλλον κουράζει και η απάθεια του προκαλεί αδιαφορία. Προσπαθεί βέβαια να κάνει απόπειρες να αποκτήσει το φυσικό ψυχρό cool του Christopher Walken και να δέσει στην αισθητική του Cronenberg, αλλά δεν καταφέρνει να τον πλησιάσει καμία στιγμή. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί απλά παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλο για να πλαισιώσουν τον πρωταγωνιστή. Από την σύμβουλο του Juliette Binoche μέχρι την σύζυγό του και protégé της οικογένειας Cronenberg, Sarah Gadon. Μοναδική δικαιολογημένη εξαίρεση είναι η λαϊκή συνείδηση μεταμορφωμένη στο πρόσωπο του Paul Giamatti που όλο το φινάλε – εξομολόγηση του ανήκει.
Απογοητευτική η επιστροφή του Cronenberg στο στοιχείο που τον ανέδειξε. Οδηγείται σε χαμένους συμβολισμούς, κενόσοφες αναλύσεις που δεν οδηγούν πουθενά και επιδερμικές ενδοσκοπήσεις του προφανούς. Ναι ο καπιταλισμός πεθαίνει, ναι θέλει να φωνάξει πως το Cosmopolis είναι πολιτική ταινία και βασικό της θέμα η αυτοκαταστροφή. Εκεί τελειώνουν και συνοψίζονται όλα όσα μπορεί να προσφέρει. Όταν πραγματικά έχεις μπει στον κόσμο και την ψυχολογία του Cronenberg μετά από αυτή την ταινία μόνο απορίες έχεις. Όχι για την ερμηνεία της υπόθεσης αλλά πως κατάφερε να την γυρίσει και κυρίως γιατί.