Valerie a Týden Divů (Η Valerie στην Εβδομάδα των Θαυμάτων, 1970)
Το τελευταίο πολιτικά αλληγορικό σουρεαλιστικό παραμύθι τρόμου του Τσεχοσλοβάκικου Κύματος από τον Jaromil Jireš.
ΟJaromil Jireš ήταν ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Τσεχοσλοβάκικου Νέου Κύματος. Στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του αποφασίζει, μετά το Žert (Το Αστείο) του Milan Kundera, να διασκευάσει ακόμα ένα βιβλίο. Το Valerie a Týden Divů (Η Valerie στην Εβδομάδα των Θαυμάτων) είναι το γνωστότερο έργο του ποιητή, συγγραφέα, σεναριογράφου και συνιδρυτή της Σουρεαλιστικής Ομάδας Τσεχοσλοβακίας, Vítězslav Nezval. Το βιβλίο είναι ένα αλληγορικό παραμύθι τρόμου που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αλληλουχίας και έντονους αφηγηματικούς πειραματισμούς. Ο Nezval το έγραψε το 1935 αλλά εκδόθηκε για πρώτη φορά μία δεκαετία μετά. Η μεταφορά του Jireš έρχεται 25 χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση.
Η ιστορία τοποθετείται κάπου στο μεσαίωνα και κεντρική ηρωίδα είναι η 13χρονη Valerie (Jaroslava Schallerová). Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των θαυμάτων, η Valerie θα ανακαλύψει πως “ενηλικιώνεται” καθώς έχει την πρώτη της περίοδο. Επίσης λαμβάνει ένα ζευγάρι μαγικά σκουλαρίκια τα οποία την προστατεύουν από το να πεθάνει. Η απότομη σεξουαλική αφύπνισή της θα συνοδευτεί από μία σειρά φαντασιώσεων. Σε αυτές την κυνηγάει ο Tchor (νυφίτσα στα τσέχικα), ένας βρυκόλακας που άλλοτε μεταμορφώνεται σε επίσκοπο και άλλοτε σε αστυνομικό. Η Valerie ζει με την θρησκόληπτη γιαγιά της, ενώ την προστατεύει ο αδερφός της, ποιητής και τραγουδιστής Orlík (αετός). Παράλληλα την ίδια εβδομάδα έρχεται στην απομονωμένη πόλη της μία ομάδα ηθοποιών για να παίξουν σε ένα γάμο και ένας ιεραπόστολος από το εξωτερικό.
Όταν ο Nezval έγραψε το βιβλίο του, ήταν έντονα επηρεασμένος από το γοτθικό μυθιστόρημά του Matthew Lewis, The Monk (1796) του οποίου ήταν και μεταφραστής του στα Τσέχικα. Επίσης είχε γράψει για το Nosferatu του Murnau: “Στην τέχνη, ο τρόμος είναι απόλαυση… Στην τέχνη, ο τρόμος πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από τρόμος, πρέπει να είναι ποίηση.” Ο συνδυασμός αυτών των δύο έργων είναι φυσικό να δώσει ένα άκρως σκοτεινό και τρομακτικό αποτέλεσμα και με το άγγιγμα φαντασίας από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων μας φέρνει πιο κοντά στον σουρεαλισμό. Αν προστεθεί μια νύξη παιδοφιλίας και καταπιεσμένες σεξουαλικές ορμές που χρήζουν Φροϋδικής ανάλυσης, καταλήγουμε στην Valerie.
Ο Jireš μένει πιστός τόσο στη δομή όσο και στο ύφος του βιβλίου και γυρίζει μια εσκεμμένα περίπλοκη ταινία. Δεν δίνει απαντήσεις, δεν ακολουθεί μία γραμμική αφήγηση και μεθοδευμένα μπλέκει την πλοκή της ταινίας. Το παραμύθι άλλωστε αποτελείται από μικρές ιστορίες που ξεκινάνε η μία μέσα ή μετά την άλλη και έχουν έντονη δράση αλλά παραμένουν ημιτελείς. Όπως το παραμύθι έτσι και οι χαρακτήρες του δεν είναι απλοί και αθώοι. Κανείς δεν έχει μια ξεκάθαρη ταυτότητα, εκτός από την Valerie. Ο Tchor που εκφράζει το μικροαστικό κατεστημένο, της θρησκείας και του κράτους, είναι ταυτόχρονα η πατρική φιγούρα που θέλει να την βιάσει. Ο αδερφός της, Orlík, δείχνει ελεύθερος σαν αετός επειδή είναι καλλιτέχνης, αλλά δεν είναι αξιόπιστος και αναπτύσσει μαζί της μια περισσότερο ερωτική σχέση. Η γιαγιά της μπορεί να είναι και μητέρα της, γενικότερα οικογένειά της και θέλει να την αποπλανήσει και να την παρασύρει σε όργια. Το παράδοξο είναι πως η Valerie περνά από όλες αυτές τις σκληρές καταστάσεις, χωρίς να χάσει την παιδική της αθωότητα και η αέρινη παρουσία της συνάδει με την ονειρική φαντασία που θέλει να χτίσει γύρω της.
Αυτή η ευκολία στο πέρασμα από το ονειρικό στο πραγματικό ήταν που γοήτευσε τον Jireš στην Valerie γιατί έδενε υπέροχα με τον Τσεχοσλοβάκικο λυρισμό, του οποίου ήταν λάτρης. Ο λυρισμός χαρακτηρίζεται από έντονη χρήση τοπίων, ποιητική διάθεση και φυσικά χρώματα. Έτσι με την καταλυτική βοήθεια του μόνιμου διευθυντή φωτογραφίας του, Jan Curík, ο Jireš καταφέρνει να κάνει μια λυρική ταινία τρόμου. Γεμίζει τα πλάνα του με τα καλοκαιρινά τοπία της νότιας Βοημίας, παραμένει ιερά πιστός στα έντονα χρώματα και στην υφή τους, ενώ με τη χρήση του φυσικού φωτός κάνει μία σκοτεινή στο περιεχόμενό της ταινία να δείχνει μαγευτική. Η ορχηστρική μουσική του Lubos Fiser, μαζί με την παιδική χορωδία καταφέρνουν να εντείνουν ταυτόχρονα τον λυρισμό και τον τρόμο. Μέγιστο ρόλο στην ταινία έπαιξε η “Νονά” του Νέου Κύματος, Ester Krumbachová. Η ίδια μαζί με τον Jireš ανέλαβε το σενάριο, ενώ παράλληλα ήταν υπεύθυνη παραγωγής και κουστουμιών. Χωρίς την Ester η ταινία δεν θα υπήρχε είχε δηλώσει ο Jireš.
Τα γυρίσματα έγιναν το καλοκαίρι του 1969, ένα χρόνο μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Πράγα. Αν και ο Jireš πήρε αμέσως την άδεια της επιτροπής, καθώς ο Nezval ήταν γνωστός κομμουνιστής, η ταινία κάνει και πολιτική κριτική. Ο Nezval στο βιβλίο του κατηγορεί την Καθολική εκκλησία για υποκρισία, αμοραλισμό και για τους περιορισμούς της που καταπιέζουν την αστική κοινωνία. Ο Jireš χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα αλλά τώρα απευθύνεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Όπως η εκκλησία τότε, τώρα το Κόμμα απαιτεί πίστη στην ιδεολογική ηθική ακόμα και αν αυτή οδηγεί σε καλλιτεχνική ασφυξία και έλλειψη δημιουργίας. Είναι και οι δύο απαρχαιωμένοι θεσμοί και ως βρυκόλακες ο μόνος τρόπος για να κρατηθούν στη ζωή είναι με την επιβολή και τον τρόμο.
Η Valerie στην Εβδομάδα των Θαυμάτων ήταν μία από τις τελευταίες ταινίες που απολάμβανε τις ελευθερίες της Άνοιξης της Πράγας. Αναμφίβολα τόσο στην έντυπη όσο και στην κινηματογραφική της εκδοχή, προσφέρεται για πολλές ερμηνείες. Ο Nezval την περιέγραψε ως ένα “ελεύθερο, συμπαγώς παράλογο ψυχικό κολλάζ για τα πάντα, από το είδος της αποκαλούμενης pulp λογοτεχνίας που ανήκει στις κατώτατες περιοχές του ασυνειδήτου μας.”