Monanieba (Μετάνοια, 1984)
Η εμβληματική αλληγορική ταινία των τελευταίων ετών της ΕΣΣΔ με την επίδρασή της να είναι τόσο ισχυρή που επίσπευσε την πτώση της.
ΟTengiz Abuladze ήταν μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του Γεωργιανού κινηματογράφου. Κατάφερε να συνδυάζει στις ταινίες του την λαϊκή παράδοση με θέματα που άγγιζαν την σύγχρονη καθημερινότητα μιας Σοβιετικής επαρχίας. Διεθνώς το έργο του αναγνωρίστηκε με αφορμή την τριλογία που ξεκίνησε το 1967 με την Ικεσία (Vedreba) και συνεχίστηκε το 1976 με Το Δέντρο της Επιθυμίας (Natvris Κhe). Το τελευταίο μέρος και ίσως το γνωστότερο όλων ήταν η αλληγορική δραματική κωμωδία Μετάνοια (Monanieba) του 1984. Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών του 1987 και απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής καθώς και το Βραβείο FIPRESCI.
Σε μία φανταστική πόλη της Γεωργίας ο περιβόητος και δεσποτικός δήμαρχός της, Varlam Aravidze (Avtandil Makharadze) πεθαίνει. Μετά την κηδεία του μία σειρά από περίεργα γεγονότα ακολουθούν καθώς η σωρός του δημάρχου κάθε μέρα βρίσκεται τοποθετημένη σε διαφορετικά σημεία της πόλης. Ο γιος του Abel, τον οποίο επίσης υποδύεται ο Makharadze, προσπαθεί να βρει μία λύση σε αυτό που συμβαίνει. Ανακαλύπτει πως πίσω από τις εκταφές κρύβεται μία άγνωστη γυναίκα, η Ketevan Barateli (Zeinab Botsvadze) που έχει σκοπό ζωής να εκδικηθεί έστω και μετά θάνατον τον Aravidze. Ο λόγος της εκδίκησης είναι πως οι καλλιτέχνες γονείς της ήταν δύο από τα πολλά θύματα στα χρόνια της τυραννικής δημαρχίας του. Η Barateli θα προσπαθήσει να εξιστορήσει τη ζωή της έχοντας απέναντί της τους απογόνους του δημάρχου, τον γιο και τον εγγονό του.
Ο Abuladze έγινε γνωστός για τις σουρεαλιστικά ποιητικές του ταινίες αλλά ίσως η Μετάνοια είναι η πλέον πολυεπίπεδη και συμβολική του ταινία. Η ιστορία θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα περίεργο και μακάβριο παραμύθι κάπου στον Καύκασο αλλά φυσικά δεν είναι απλά αυτό. Ξεκινώντας από την προσωπικότητα που εκφράζεται από τον παράδοξο δήμαρχο Aravidze είναι ταυτόχρονα τόσο υπαρκτή όσο ανύπαρκτος είναι ο ίδιος, το επώνυμό του σημαίνει ο γιος του κανένα. Τα κύρια στοιχεία δίνονται κρίνοντας απλά την σουρεαλιστική του εμφάνιση, καθώς ο ίδιος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα συνονθύλευμα τυράννων. Φορά τις μπότες του Stalin, το μαύρο πουκάμισο του Mussolini, έχει το μουστάκι του Hitler και φορά τα γυαλιά του Lavrentiy Beria, αρχηγού της σταλινικής μυστικής αστυνομίας. Επίσης μέσω τον πράξεών του ο ίδιος είναι απλά εκφραστής όλων αυτών των ιδεών μαζί, ακαθόριστα και μπλεγμένα. Ο τυραννικός δήμαρχος είναι ένα εμφατικό δείγμα του σταλινικού παρελθόντος που κανείς ως τότε δεν είχε τολμήσει να αγγίξει πόσο μάλλον να κρίνει ή να ειρωνευτεί. Το τρομακτικό είναι πως ο παραλογισμός του Aravidze υπολείπεται των πραγματικών γεγονότων. Ο Abuladze δεν θίγει απλά το παρελθόν της χώρας του, τολμά επίσης να εξισώσει κομμουνιστές και φασίστες σε ένα πρόσωπο καθώς δεν νιώθει πως υπάρχουν ρεαλιστικές ιδεολογικές διαφορές στον τρόπο δράσης τους. Οι δικτάτορες είναι πάντα οι ίδιοι ανεξαρτήτως πιστεύω.
Ο Abuladze στο πρόσωπο του ήρωά του κατάφερε να διαχειριστεί με ξεχωριστό τρόπο την μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν αλλά και στο μέλλον. Δίνοντας στον Makharadze διπλό ρόλο πατέρα και γιου στην ουσία επισημαίνει με τον πιο ευθύ τρόπο πως παρά την θεωρητική αλλαγή των προσώπων η πολιτική και κατ’ επέκτασιν η εφαρμογή της παραμένουν οι ίδιες. Οι αθώοι κομφορμιστές που αντικατέστησαν τους σταλινικούς δεν είχαν άγνοια των εγκλημάτων ήταν απλά μια πιο εκπολιτισμένη και αστική έκφανση των προηγούμενων τυράννων. Το μέλλον που συμβολίζεται με τον νεαρό εγγονό του Aravidze δείχνει την κατάσταση της ΕΣΣΔ εκείνης της εποχής. Μία χώρα που πρέπει να διαχειριστεί τις αμαρτίες των προηγούμενων ενώ την ίδια στιγμή να πείσει όλους πως έχει πραγματικά αλλάξει. Σε όλο αυτό το παράλογο και υπερβολικό σκηνικό ο Abuladze προσθέτει για ακόμα μια φορά στοιχεία της Γεωργιανής παράδοσης τα οποία συνδυαζόμενα με πραγματικά ιστορικά γεγονότα εξωτερικεύουν με τον πιο αδόκιμο τρόπο την ιστορία.
Όπως ήταν αναπόφευκτο η Μετάνοια λόγω του θέματός της ήταν υπό στενή παρακολούθηση από τους λογοκριτές από την πρώτη στιγμή. Παρά το γεγονός πως ολοκληρώθηκε το 1984, αμέσως απαγορεύτηκε και χρειάστηκαν πάνω από τρία χρόνια και η προσωπική παρέμβαση του Gorbachev για να βγει στις αίθουσες. Αναμφίβολα είναι μία από τις ταινίες κλειδιά των τελευταίων ετών της ΕΣΣΔ και πιστεύεται πως η επίδρασή της στο κοινό ήταν τόσο έντονη σε σημείο που επηρέασε ή και επίσπευσε την πτώση της. Ο Abuladze παρουσιάζοντας ένα γκροτέσκο ρεαλισμό και με μία δόση υποδόριου αυτοσαρκασμού κατάφερε να θάψει τους φόβους που είχαν επιβιώσει για τόσα χρόνια.