Sauve Qui Peut (La Vie) (Ο Σώζον Εαυτόν Σωθήτω, 1980)
Ο Jean-Luc Godard εξερευνά τα όρια του ατομισμού, της απάθειας και της παραδοπιστίας καθώς τα παιδία του Μαρξ και της Coca-Cola μεγάλωσαν.
Ηκαλλιτεχνική πορεία του Jean-Luc Godard στα τέλη της δεκαετίας του 60 και μετά το τυπικό τέλος της Nouvelle Vague είχε πολλές αλλαγές. Έχοντας ως τελευταία κινηματογραφική του ταινία το Weekend (1967), ο σκηνοθέτης εγκαταλείπει τις εμπορικές ταινίες και συμμετέχει στην Μαρξιστική πειραματική ομάδα Dziga Vertov. Αργότερα, μαζί με την σύζυγό του Anne-Marie Miéville, θα στραφεί σε νέα μέσα παραγωγής όπως το video και την τηλεόραση. Το 1979 αποφασίζει να επιστρέψει στον κινηματογράφο με το Sauve Qui Peut (La Vie) (Ο Σώζον Εαυτόν Σωθήτω). Η ταινία τελικά βγήκε στις αίθουσες το 1980 ενώ ο τίτλος που της δόθηκε στην Βρετανική έκδοση ήταν Slow Motion λόγω της νέας τεχνικής που χρησιμοποιούσε. Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών της ίδιας χρονιάς και ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα.
Η ιστορία είναι άκρως ελλειπτική και δεν ακολουθείται κάποια φόρμα στην αφήγησή της παραμένοντας μη γραμμική. Ασχολείται με τρεις διαφορετικούς ήρωες, οι ζωές των οποίων βρίσκονται σε μία κρίσιμη φάση και ταυτόχρονα εμπλέκονται μεταξύ τους. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Paul Godard (Jacques Dutronc) ένας τηλεοπτικός σκηνοθέτης που βρίσκεται σε πτώση επαγγελματική και προσωπική. Οι σχέσεις του με την πρώην γυναικά του αλλά και την έφηβη κόρη του είναι τεταμένες. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν η συνεργάτης και ερωμένη του Denise (Nathalie Baye) θέλει να εγκαταλείψει το διαμέρισμά τους και τον ίδιο και να μετακομίσει σε ένα χωριό για να βελτιώσει την ζωή της. Στη θέση της θα πάει η Isabelle Rivière (Isabelle Huppert), που έχει φύγει από την επαρχία για να γίνει πόρνη.
Ο Godard μπορεί να απείχε πρακτικά από τον κινηματογράφο για σχεδόν μία δεκαετία αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να επιστρέψει στη γνωστή σε αυτόν και στους θεατές του θεματολογία. Το Ο Σώζον Εαυτόν Σωθήτω είναι η φυσική συνέχεια όλων όσων τον απασχολούσαν στα τέλη της δεκαετίας του 60, άλλωστε δεν φαίνεται να υπάρχουν δραματικές αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου. Τότε ήρωες του ήταν τα παιδιά του Μαρξ και της Coca-Cola, τώρα τα “παιδιά” ενηλικιώθηκαν, ο Μαρξ αντικαταστάθηκε από τον Μάο και η όποια πολιτικοποίηση ξεπλύθηκε από τον αναλλοίωτο καπιταλισμό της Coca-Cola. Στο πρωταγωνιστικό του alter-ego βάζει έναν pop rock τραγουδιστή της δεκαετίας του 60 τον Jacques Dutronc και έτσι η σύνδεση γίνεται ακόμα πιο συνειδητή. Στην ουσία ο Paul εκφράζει την αποτυχημένη νέα μπουρζουαζία που προήλθε από τα αποκαΐδια της πολιτικής επαγρύπνησης των προηγούμενων ετών. Ο Paul δείχνει πως δεν ενδιαφέρεται για κανέναν, φαινομενικά άψογος, ασχολείται μόνο με τον εαυτό του και βρίσκει εύκολη διέξοδο στο σεξ.
Με την Isabelle ο σκηνοθέτης επιστρέφει στην πορνεία, κεντρικό θέμα στο Vivre Sa Vie (Ζούσε τη Ζωή της, 1962) και στο 2 ou 3 Choses Que Je Sais D’ Elle (2 ή 3 Πράγματα που Ξέρω για Αυτήν, 1967). Ισχύουν ακόμα οι ίδιοι απλοί κυνικοί κανόνες που οδηγούν μία γυναίκα στην εκπόρνευση από το να εργαστεί οπουδήποτε άλλου που είναι λιγότερο προσοδοφόρο. Κανένας ιδεαλισμός, ψυχρή επαγγελματική προσφορά υπηρεσίας, οικονομικές διαπραγματεύσεις, εχεμύθεια, ταπείνωση, ανάγκη κάλυψης επιθυμιών και καλύτερου επιπέδου διαβίωσης. Όπως σε κάθε δουλειά άλλωστε. Ακόμα και η θεωρητικά αθώα Denise κρίνεται ένοχη. Η φυγή της δεν αποσκοπεί σε ένα γενικότερο καλό αλλά αποκλειστικά στην προσωπική της ικανοποίηση. Προτιμά να γλυτώσει από τα επαγγελματικά και προσωπικά της προβλήματα παρά να τα λύσει και να τα αντιμετωπίσει ουσιαστικά. Η εγκατάλειψη είναι η λύση που δίνει. Είναι και αυτή στον ίδιο βαθμό πνιγμένη στον ατομισμό της. Όλες οι ιδεολογίες πλέον έχουν εκλείψει και υπάρχει μόνο μία, ο εναλλακτικός τίτλος της ταινίας, Σώσε τον Κώλο σου.
Ο Godard εκτός από την επιστροφή σε καλλιτεχνικό επίπεδο, κάνει και μία νέα αρχή στη ζωή του. Μετά από 20 χρόνια επιστρέφει στην Ελβετία για να γυρίσει εκεί μία μεγάλου μήκους ταινία. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δίνει το όνομα του πατέρα του Paul, στο ήρωα του. Η αλλαγή περιβάλλοντος φαίνεται και στα πλάνα του αφού για πρώτη φορά είναι τόσο έντονη η παρουσία της φύσης. Στο τεχνικό κομμάτι ο Godard συνεχίζει να θέλει να είναι συμμέτοχος σε ότι νέο υπάρχει. Σε αυτή την ταινία εφαρμόζει σε φιλμ την τεχνική του slow motion που είχε ήδη εξερευνήσει στις video παραγωγές του. Η αρχική ιδέα της χρήσης του ήταν μία αναφορά στον πρωτοπόρο φωτογράφο Eadweard Muybridge. Στις στιγμές που η ένταση και η δράση κορυφώνονται ο JLG προτιμά να τις παγώσει και να αποσυνθέσει την δυναμική των εικόνων του με αργές κινήσεις. Με αυτόν τον τρόπο τους προσδίδει μία πιο αναλυτική ματιά που καθυστερεί ή και σταματά την φυσική κίνηση αλλά ταυτόχρονα δίνει χρόνο για μία πιο έντονη και λεπτομερή εξέταση του πλάνου. Αυτή η νέα τεχνοτροπία του δίνει μία επιπλέον δυνατότητα διαχείρισης των εικόνων του. Έτσι κάθε στιγμή που ενέχεται ο “κίνδυνος” ο θεατής να ταυτιστεί ή να εμπλακεί πιο έντονα συναισθηματικά με αυτό που βλέπει, ο σκηνοθέτης φροντίζει να του θυμίσει πως τίποτα δεν συμβαίνει σε αληθινό χρόνο και πως ο ίδιος μπορεί και παρεμβαίνει όποια στιγμή θέλει στη ροή του. Επιτυγχάνει με αυτό τον τρόπο μια πιο άμεση απόδοση της αγαπημένης του μπρεχτικής αποστασιοποίησης που θα ενταθεί περισσότερο στα επόμενα έργα της ίδιας δεκαετίας.
Είναι λογικό πως μετά από 30 χρόνια η τεχνολογική καινοτομία του slow motion να φαντάζει απαρχαιωμένη αυτό όμως δεν αφαιρεί τίποτα από την ταινία που παραμένει σύγχρονη θεματικά. Η μεταγιάπικη σύγχρονη κοινωνία δεν δείχνει ακόμα έντονα σημάδια αλλαγής. Η συλλογικότητα όπως αυτή εκφράστηκε στην εποχή του Godard δείχνει ακόμα ξεχασμένη. Η εκπόρνευση πνευματική και σωματική είναι μία φυσική συνέπεια που τυγχάνει χαλαρής αντίστασης. Όπως λέει ο “αυτεπάγγελτος” νταβατζής της Isabelle, “Κανείς δεν είναι ανεξάρτητος, μόνο οι τράπεζες, αλλά αυτές είναι δολοφόνοι.” Ο Jean-Luc Godard είχε δηλώσει πως το Ο Σώζον Εαυτόν Σωθήτω είναι η δεύτερη πρώτη του ταινία, και ισχύει αφού με αυτή ξεκινά ένας νέος κινηματογραφικός κύκλος για τον ίδιο.