The Wrestler (Ο Παλαιστής, 2008)
O Darren Aronofsky απεικονίζει τον φθαρτό ρεαλισμό που ποτέ δεν μπορεί να συνάδει με ονειρικές ελπίδες του American Dream. Χρυσός Λέοντας στο 65o Φεστιβάλ της Βενετίας.
Ητέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Darren Aronofsky θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα κομβικό σημείο στην ως τότε σκηνοθετική καριέρα του. Με το The Wrestler (Ο Παλαιστής) αλλάζει εντελώς ύφος και απομακρύνεται από τα ετερογενή θέματα που είχαν χαρακτηρίσει το έργο του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Περνά σε μία φάση ωριμότητας και επικεντρώνεται σε πιο νατουραλιστικές ιστορίες. Ο σκηνοθέτης είχε δηλώσει πως υπάρχει μία νοητή συνέχεια ανάμεσα σε αυτή την ταινία και την επόμενη του, Black Swan (Μαύρος Κύκνος, 2010) καθώς οι ήρωές τους ασχολούνται με απαιτητικές τέχνες. Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2008 και βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα Καλύτερης Ταινίας.
Ο Robin Ramzinski (Mickey Rourke), είναι επαγγελματίας wrestler. Είναι σωστότερο να διατηρηθεί ο όρος wrestler αντί του παλαιστή, καθώς το wrestling είναι ένα άθλημα περισσότερο επίδειξης παρά πραγματικής πάλης, και από πολλούς θεωρείται ως στημένο ή και ψεύτικο. Η φήμη του είχε φτάσει στο απόγειό της στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 όταν πρωταγωνιστούσε στα ρινγκ με το όνομα Randy “The Ram” Robinson. Αν και τα χρόνια έχουν περάσει ο ίδιος συνεχίζει να αγωνίζεται σε μικρούς τοπικούς αγώνες επίδειξης στο New Jersey ενώ παράλληλα δουλεύει σε ένα σούπερ μάρκετ. Απομονωμένος από όλους ο Randy έχει για μοναδική του παρέα την Cassidy (Marisa Tomei) μία stripper που και αυτή δεν βρίσκεται πλέον στην κατάλληλη ηλικία για τη δουλειά της. Η ρουτίνα στη ζωή του Randy θα αλλάξει όταν του γίνεται η πρόταση να αναβιώσει έναν θρυλικό αγώνα που είχε δώσει πριν από 20 χρόνια με τον πιο γνωστό του αντίπαλο, τον Ayatollah. Στην προσπάθειά του όμως να ετοιμαστεί για τον αγώνα, αντιμετωπίζει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας και έτσι αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή του.
Ο απόλυτος και μοναδικός ήρωας της ταινίας είναι ο ίδιος ο Randy και είναι τόσο καταλυτική η παρουσία του όσο θα ήθελε να είναι και στην αληθινή του ζωή. Βρίσκεται στην μόνιμη παραίσθηση του παρελθόντος, θεωρώντας πως ο χρόνος δεν περνά από πάνω του, παρά το γεγονός πως τα σημάδια του είναι παραπάνω από εμφανή, και αρνείται να παραδεχτεί πως έχει τελειώσει από αυτό το παιχνίδι. Προτιμά να κάνει εντυπωσιακές στημένες εξόδους από την πραγματικότητα και τα ουσιαστικά του προβλήματα, όπως ακριβώς έκανε και στο ρινγκ, παρά να τα αντιμετωπίσει με ωριμότητα. Η εφήμερη προ εικοσαετίας δόξα δεν του επέτρεψε να οδηγήσει τον εαυτό του σε άλλες διεξόδους. Αντί να προχωρήσει παρακάτω στη ζωή του, όπως έκαναν οι πρώην συναθλητές του, προτιμά να μείνει στην πλασματική δόξα ενός ψεύτικου, όσο και το wrestling, παρελθόντος. Αυτάρεσκος και εγωπαθής παραδέρνεται σε κακούς αγώνες με νεότερους wrestlers που μεγάλωσαν με τον μύθο της αφίσας του στα δωμάτιά τους αντί να περάσει στην θνητή έκφανση του. Με ψεύτικους και φτηνούς εντυπωσιασμούς αναπλάθει την εξωτερική του εμφάνιση απλά και μόνο για να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στην ιδανική του εικόνα στην οποία τόσο ο ίδιος όσο και όσοι τολμούν να τον πλησιάσουν έχουν εγκλωβιστεί Παρά τις ευκαιρίες που του έχουν δοθεί για να αλλάξει ταυτότητα εκείνος αρνείται πεισματικά έναν τέτοιο συμβιβασμό και παραμένει πιστός σε ότι τον κρατάει ζωντανό όλη του τη ζωή. Ακόμα και στην ύστατη απόπειρά του να δημιουργήσει ξανά σχέσεις βασισμένες στο “νέο” του εαυτό, καταφέρνει να αποτύχει.
Ο Aronofsky συνήθως δημιουργεί ταινίες για τους αποτυχημένους, για τους μόνιμα χαμένους και Ο Παλαιστής του είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα αυτής της αισθητικής. Η ματαιοδοξία του άφθαρτου είναι η μόνη πηγή δύναμης και ο μόνος λόγος ύπαρξης. Η άρνηση της αποδοχής πως είναι ακόμα ένας χαμένος σε μία πόλη γεμάτη από χαμένους κάνει ακόμα πιο δύσκολη την αλλαγή για τον Randy. Είναι ακόμα ένα ερείπιο σε μία νεκρή πόλη και έχει καταφέρει να εγκαταλειφθεί από όσους θα μπορούσαν να τον σώσουν. Θύμα των δικών του επιλογών οδηγείται σε μία χωρίς επιστροφή καταστροφή που απλά θα επιβεβαιώσει το φθαρτό του χαρακτήρα του και πως τίποτα δεν μπορεί στην ουσία να τον επαναφέρει στην παλιά του κατάσταση. Άλλωστε πλέον δεν έχει τίποτα να χάσει αφού πληρώνει δικές του επιλογές και λάθη. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τις αποφάσεις του είναι συνειδητά ασυνείδητος με τον εαυτό του. Προτιμά να διαλύσει τα πάντα για ακόμα ένα χειροκρότημα, άλλωστε αυτό είναι το μόνο που έχει καταφέρει να του ανήκει δικαιωματικά και κανείς δεν θα μπορέσει να του το κλέψει. Η πλασματική του ευτυχία είναι το ναρκωτικό του και μόνο ο κόσμος του μπορεί να του το δώσει. Του είναι αδιάφορο να αναγκαστεί να φυτοζωεί μέσα σε ένα συμβατικό για τον ίδιο παρόν, θα προτιμήσει να πέσει ηρωικά για όσους τον θέλουν για αυτόν που ήταν και όχι για την σκιά του εαυτού του.
Σκηνοθετικά ο Aronofsky επαναφέρει μία νεκρή και χτυπημένη από μία παράδοξη νοσταλγία δεκαετία όπως αυτή του 80 στο σήμερα. Είναι λογικό μία κακόγουστη και πολύχρωμη περίοδος όπως εκείνη να φαντάζει τόσο δελεαστική στο σημερινό γκρίζο, τόσο στα χρώματα όσο και στα συναισθήματα. Αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο με την παρουσία του Mickey Rourke και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που υπάρχουν στο σενάριο του Παλαιστή. Για να αποφύγει ο ίδιος να εγκλωβιστεί στην εικόνα του star της δεκαετίας του 80, αποφάσισε να αποσυρθεί από την υποκριτική και να επιστρέψει στην επαγγελματική πυγμαχία για μερικά χρόνια. Το μόνο που κατάφερε ήταν να παραμορφωθεί εμφανισιακά και να επιστρέψει ως αποτυχημένος στον κινηματογράφο. Ο ρόλος του Randy ήταν ο πρώτος μεγάλος ρόλος μετά από 20 χρόνια και συνοδεύτηκε από πλήθος βραβεύσεων.
Ο Παλαιστής θεωρητικά φαντάζει ως ακόμα μία ιδανική έκδοση του American Dream που όλοι κατά βάθος αποζητούμε, χωρίς απαραίτητα να μετέχουμε σε κάτι τόσο θεαματικό. Στην ουσία όμως το επίκεντρο είναι ακριβώς στον αντίποδα αυτού. Είναι η σκληρή και απότομη για πολλούς συνειδητοποίηση του φθαρτού ρεαλισμού που ποτέ δεν μπορεί να συνάδει με ονειρικές ελπίδες και μας καταστρέφει σιγά σιγά. Όπως κλείνει και ο Bruce Springsteen στο ομώνυμο τραγούδι:
“These things that have comforted me I drive away (anything more)
This place that is my home I cannot stay (anything more)
My only faith is in the broken bones and bruises I display“