Skupljači Perja (Συνάντησα κι Ευτυχισμένους Τσιγγάνους, 1967)
Ο Aleksandar Petrovič δημιουργεί μία από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του Γιουγκοσλάβικου κινηματογράφου και την πρώτη που ασχολείται με τους Ρομά.
Στις αρχές του 1960, ο σχεδόν άγνωστος κινηματογράφος της Γιουγκοσλαβίας ανανεώνεται από ένα νέο κύμα σκηνοθετών. Ο Aleksandar Petrovič ήταν ένας από τους ιδρυτές του Νέου Φιλμ (Novi Film) ή Μαύρου Κύματος. Το έργο του ήταν έντονα επηρεασμένο τόσο από τη Γαλλική Nouvelle Vague όσο και από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό. Χάρις στις ευνοϊκές πολιτικές συνθηκές της εποχής, έκανε χρήση όλων των καλλιτεχνικών ελευθεριών που του παρείχε το πάντα αυστηρά γραφειοκρατικό κράτος. Το Skupljači Perja (I Even Met Happy Gypsies / Συνάντησα κι Ευτυχισμένους Τσιγγάνους) γυρίστηκε το 1967 και είναι αναμφίβολα η πιο γνωστή του ταινία. Η ταινία βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο της επιτροπής στο Φεστιβάλ Κανών το 1967 και ήταν υποψηφία για τον Χρυσό Φοίνικα. Επίσης ήταν υποψήφια για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης ταινίας το 1968.
Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Bora (Bekim Fehmiu), ένας τσιγγάνος έμπορος πούπουλων χήνας που ζει στην πόλη Sombor, στα βόρεια της χώρας. Ο Bora είναι δυναμικός και έχει έντονη προσωπικότητα, περνά των χρόνο του με τζόγο και ποτά και είναι παντρεμένος με μία μεγαλύτερη γυναίκα. Αν και τις περισσότερες φορές είναι άφραγκος, για να μην υπάρχουν διενέξεις στις δουλειές του, έχει μοιράσει τα χωριά της περιοχής με τον βασικό του αντίπαλο Mirta (Velimir Zivojinovic). Η ζωή του θα αλλάξει εντελώς όταν θα γνωρίσει καλύτερα την προγονή του Mirta, την ανήλικη Tisa (Gordana Jovanovic).
Η κυριολεκτική μετάφραση του τίτλου είναι ο Αγοραστής των Πούπουλων και είναι λογικό μίας και όλη η ταινία είναι πάνω στον χαρακτήρα του Bora. Ο Bekim Fehmiu είναι καταλυτικός και με αυτή την ερμηνεία καταξιώθηκε ως ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους και πετυχημένους ηθοποιούς της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Fehmiu κατάφερε να δώσει την απαραίτητη σκληρότητα σε έναν φαινομενικά αδίστακτο έμπορο που με τις τακτικές του και την εμφάνιση του παραπέμπει περισσότερο σε κάποιο μεγάλο νονό. Βέβαια το μόνο που εμπορεύεται είναι πούπουλα χήνας. Ταυτόχρονα όμως ο Bora παρουσιάζει και την ευαίσθητη, ρομαντική του πλευρά, που συνάδει με την καταγωγή του και είναι αιτία των παρορμητικών αντιδράσεων του. Είναι ελεύθερος, θέλει πάντα να ζει τα πάθη του και δεν φοβάται να πληρώσει για αυτά είτε είναι συναισθηματικά είτε είναι επαγγελματικά. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε ελάχιστους επαγγελματίες ηθοποιούς και δούλεψε κυρίως με τους κατοίκους της περιοχής, δίνοντας έτσι μία πιο αυθεντική εικόνα της φυλής τους.
Ο Petrovič παίζει πολύ με την ιδέα της ελευθερίας, κυρίως γιατί και ο ίδιος νιώθει ελεύθερος από όλες τις προκαταλήψεις. Προτιμά να ασχοληθεί με έναν ελεύθερο λαό όπως οι τσιγγάνοι, με βασικό ήρωα έναν ακόμα πιο ελεύθερο εκπρόσωπό τους που ασχολείται με πούπουλα, κάτι τόσο φυσικά ελαφρύ και ελεύθερο. Δεν πολιτικοποιεί την ταινία του, δεν κάνει κριτική στην θρησκεία αν και του δίνεται η δυνατότητα, δεν κρίνει τις επιλογές των ηρώων του. Ακόμα και στη σκηνοθεσία του, σε ορισμένες σκηνές φαίνεται πως όλα γίνονται βάση αυτοσχεδιασμού και δεν ακολουθείται πιστά ένα αυστηρό σενάριο, που εξάλλου θα εγκλώβιζε το πνεύμα της ταινίας. Αντίθετα όμως, η φωτογραφία του Tomislav Pinter κινείται σε αυστηρά γκρίζα χρώματα που ταιριάζουν απόλυτα με το εξαθλιωμένο περιβάλλον στο οποίο ζουν οι τσιγγάνοι. Με ελάχιστες εξαιρέσεις τα πάντα κινούνται μέσα σε λασπωμένα χωριά, με σπίτια από άχυρα και καμία ένδειξη σύγχρονου πολιτισμού, εκτός από μία τηλεόραση. Η κάμερα είναι αμείλικτη στην καταγραφή αυτής της γκρίζας αλλά θεωρητικά ιδεατής σοσιαλιστικής πραγματικότητας.
Το Συνάντησα κι Ευτυχισμένους Τσιγγάνους είναι ίσως μία από τις πρώτες ταινίες που ασχολείται ουσιαστικά με το θέμα των Ρομά και επίσης για πρώτη φορά υπάρχουν διάλογοι στην γλώσσα τους, τη Ρομανί. Άλλωστε η ταινία δεν μπορεί να κρύψει την διαφορετικότητά της, αφού είναι γυρισμένη σε μία καθαρά πολυπολιτισμική περιοχή. Στα βόρεια της επαρχίας της Βοϊβοντίνα συνυπάρχουν Σέρβοι, Ούγγροι, Σλοβάκοι και Ρόμα. Για αυτό το λόγο στην ταινία ακούγονται όλες οι γλώσσες της περιοχής και παρουσιάζονται μικρά δείγματα των παραδόσεων της κάθε εθνότητας. Ο διεθνής τίτλος Συνάντησα κι Ευτυχισμένους Τσιγγάνους προκύπτει από τους στίχους του ύμνου των Ρομά Gelem, Gelem. Η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ταινίας, τα περισσότερα τραγούδια τα ερμηνεύει η Olivera Vučo, που ήταν και στην πραγματικότητα τραγουδίστρια και τα υπόλοιπα ερμηνεύονται από τους ντόπιους. Καθαροί Βαλκανικοί ήχοι, κοντινές μουσικές που όπως και οι άνθρωποι μπερδεύονται μεταξύ τους και συνοδεύουν κάθε σημαντική στιγμή τους. Σε καμία στιγμή η μουσική δεν μετατρέπει την ταινία σε φολκλόρ, ακολουθεί απλά όλες τις εκφάνσεις της ζωής όπως και στην πραγματικότητα. Όλοι αυτοί οι ήχοι δίνουν μία πιο ευχάριστη αίσθηση σε μία σκληρή και δραματική ταινία.
Ο Petrovič και με αυτή του την ταινία φάνηκε πόσο επιδραστικός σκήνοθετης ήταν για τον σύγχρονο Γιουγκοσλάβικο κινηματογράφο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Emir Kusturica που 20 χρόνια μετά. ασχολήθηκε με το ίδιο θέμα στο Ο Καιρός των Τσιγγάνων και δεν έκρυψε βέβαια την επιρροή που είχε το έργο του Petrovič στη δικιά του δουλειά.
Ευχαριστώ κ. Οικονόμου. Π.