Pietà – Venice 69
Το δράμα εκδίκησης του Kim Ki-duk θέτει το θεατή σε μία διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης ώστε να βρει αίτια της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Χρυσός Λέοντας στο 69o Φεστιβάλ της Βενετίας.
ΟKim Ki-duk επιστρέφει στις ταινίες μυθοπλασίας μετά από τρία χρόνια αποχής. Η Pietà είναι για εκείνον μία καινούρια αρχή και επανέρχεται σκηνοθετικά στο είδος που τον έκανε γνωστό διεθνώς. Πριν από την τελευταία αυτή του δουλειά είχαν προηγηθεί δύο πειραματικές ταινίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ντοκιμαντέρ προσωπικής ενδοσκόπησης. Οι ταινίες αυτές, Arirang και Amen αποτέλεσαν και έναν προπομπό για την Pietà που σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη είναι το αποτέλεσμα αυτού του διαλείμματος. Με αυτή την ταινία ο Ki-duk εμφανίζεται πάλι δυναμικά στο διαγωνιστικό τμήμα των μεγάλων φεστιβάλ και έτσι μετά από οχτώ χρόνια βρέθηκε στη Βενετία όπου κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα Καλύτερης Ταινίας.
Η ταινία διαδραματίζεται στο υποβαθμισμένο βιομηχανικό προάστιο της Σεούλ, Cheonggyecheon. Στην περιοχή βρίσκονται πολλά μικρά εργαστήρια και ζούνε αρκετοί τεχνίτες, οι οποίοι λόγω της δυσχερούς οικονομικής τους κατάστασης αναγκάζονται να δανειστούν χρήματα για την αγορά του απαραίτητου εξοπλισμού. Σε περίπτωση που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις πληρωμές τότε αναλαμβάνει δράση ο μπράβος των τοκογλύφων τους, Gang-Do (Lee Jung-jin). Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι αρκετά σκληρές και συνήθως σακατεύει τα θύματα του ώστε τα χρήματα να εισπραχθούν μέσω των αποζημιώσεων των ασφαλιστικών τους. Ο νεαρός Gang-Do μένει στην ίδια περιοχή, ζει μόνος του, χωρίς οικογένεια και δεν είχε ποτέ κανέναν στη ζωή του. Ξαφνικά μία μέρα εμφανίζεται μια άγνωστη γυναίκα (Jo Min-su) στο δρόμο του η οποία ισχυρίζεται πως είναι η μητέρα του που τον εγκατέλειψε όταν ήταν μωρό. Η ζωή του αναγκαστικά θα αλλάξει, δεν είναι πλέον μόνος του.
Η Pietà θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία αντί-προπαγάνδα σε όσους εξυμνούν το σύγχρονο ακραίο καπιταλισμό χωρίς όμως να παίρνει πολιτική θέση καθώς προσεγγίζει το θέμα μέσω της θρησκευτικής οπτικής. Παρατηρούνται οι επιπτώσεις της υπηρέτησης του χρήματος χωρίς όμως να καταδικάζονται οι άνθρωποι που οδηγούνται σε ακραίες συμπεριφορές, αυτό θα ήταν απλοϊκό. Ο σκηνοθέτης προτιμά να περάσει στη ρίζα του κακού και να ενοχοποιήσει το ίδιο το χρήμα και την ύπαρξή του για όλα τα δεινά που προκαλεί. Ακολουθώντας την πρωταρχική χριστιανική θεώρηση περί βρώμικου και αμαρτωλού χρήματος, όλοι όσοι σχετίζονται με αυτό, αναπόφευκτα και οι ήρωες του, είναι στην ουσία θύματα και καταδικασμένοι. Σίγουρα υπάρχουν διαβαθμίσεις στην δυστυχία αλλά στο τέλος το χρήμα πάντα εκδικείται και όσο νιχιλιστικό και αν ακούγεται, πάντα κερδίζει. Άλλωστε το γενικό πιστεύω που επικρατεί είναι πως αποτελεί την αρχή και το τέλος όλων τον πραγμάτων, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την επιρροή του όσο και να είναι φαινομενικά ισχυρός.
Με δεδομένη την κυριαρχία του χρήματος, νιώθεις πως ζεις σε μία παράγκα στην Cheonggyecheon καθώς σε πλησιάζουν σιγά σιγά οι πολιτισμένοι ουρανοξύστες. Δεν βρίσκεται δηλαδή μόνο η οικονομική σου κατάσταση σε κρίση, ακόμα και η ίδια η ύπαρξη σου τίθεται σε αμφισβήτηση. Ο Kim Ki-duk το έζησε και προσωπικά αυτό, βλέποντας σιγά σιγά την ίδια περιοχή που είχε αναμνήσεις, να συρρικνώνεται στο βωμό της ανάπτυξης και της επέκτασης. Αυτή η σύγκρουση “συμφερόντων” είναι που σε θέτει σε έναν μεγάλο αλλά επαναλαμβανόμενο συναισθηματικό κύκλο: αγάπη, δόξα, βία, εξαγρίωση, μίσος, ζήλια και εκδίκηση. Εκεί έγκειται και ένα βασικό πρόβλημα που οδηγεί στην καταστροφή. Μπορεί η σχέση με το χρήμα να ξεκινά με την αγάπη αλλά στην ουσία είναι αλληλένδετα συνδεδεμένο με την εκδίκηση, την βάση όλων των ανθρώπινων προβλημάτων. Όσο αυξάνεται η δύναμη του χρήματος τόσο αυξάνεται και η πρόθεση για εκδίκηση, είναι η φυσική ολοκλήρωση του ίδιου βίαιου και ατελούς κύκλου που δεν θα αναδείξει κανέναν νικητή. Η θρησκευτική προσέγγιση φαίνεται και στην ματαιότητα όλων αυτών των πράξεων καθώς μπορεί η πίστη σε κάτι θεολογικά ανώτερο να έχει χαθεί αλλά η ανάγκη να υπηρετήσεις κάτι διαφορετικό δεν σε κάνει λιγότερο θνητό. Αυτός ο φόβος της εξαφάνισης είναι που οδήγησε και στην επιλογή του τίτλου της ταινίας. Η επιλογή του τίτλου Pietà παραμένει κοντά σε αυτή την προσέγγιση. Αφενός ερμηνεύει τον πόνο όπως αυτός απεικονίζεται στα ομώνυμα θρησκευτικά έργα τέχνης όπως το γνωστότερο όλων του Michelangelo. Αφετέρου είναι και η ίδια η ταινία μια επίκληση για Οίκτο σε ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ως θείο σήμερα, ώστε οι άνθρωποι να καταφέρουν να αποδεσμευτούν από αυτή την αέναη ανταλλαγή πόνου που προκαλείται μόνο για το χρήμα.
Ευτυχώς η τρίχρονη αποχή του Kim Ki-duk συνοδεύεται από μία δυναμική επιστροφή, οι γνώστες του ύφους του θα βρεθούν σε γνώριμες σκοτεινές καταστάσεις, αν και θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για μία πολύ σκληρή ταινία. Ο σκηνοθέτης κινείται στα άκρα και απαιτεί τόσο από τους ηθοποιούς του όσο και από τον ίδιο τον θεατή μια απόλυτη προσήλωση στην ταινία του. Δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις και όλα τρέχουν σε σαδιστικά γρήγορους ρυθμούς. Βέβαια η ταχύτητα εναλλαγής δεν είναι τόσο στα πλάνα του, θα ήταν άλλωστε διαφορετικό πολύ για τον ίδιο, αλλά επικεντρώνεται στις ακαριαίες εναλλαγές συναισθημάτων που προκαλεί. Η μιζέρια της ανυπαρξίας και η ανάγκη για συναισθηματική κάλυψη ενώνουν δύο ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν έρθει καν σε επαφή. Ο πόνος τους αναγκάζει να γίνουν οικογένεια και ο ένας να πρέπει να βρει στον άλλο κάτι που του λείπει. Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλο ως χρήμα για να εξαγοράσουν αληθινές στιγμές ζωής. Μία άδικη και ανήθικη συναλλαγή που μόνο μέσα σε συνθήκες πραγματικής υλικής και ψυχικής εξαθλίωσης μπορεί να αναπτυχθεί.
Ο τελικός σκοπός της Pietà δεν είναι να προκαλέσει τον φόβο ή να είναι ακραία για να εντυπωσιάσει. Ο Kim Ki-duk προσπαθεί απλά να θέσει τον θεατή σε μία παρόμοια με την δική του διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης, να προβληματιστεί για την οικονομική και κοινωνική σημερινή κατάσταση της οποίας είναι και ο ίδιος συνυπεύθυνος. Δυστυχώς και ο ίδιος νώθει ανήμπορος να βοηθήσει και έτσι απλά ελπίζει και προσεύχεται θέτοντας το τελικό “Κύριε Ελέησον” ως το ύστατο ανθρώπινο καταφύγιο.