Le Pornographe (Ο Πορνογράφος, 2001)
Η δεύτερη ταινία του Bertrand Bonello βασίζεται στις αντιθέσεις και τις έντονες συγκρόυσεις και είναι μία δυνατή αντιπαράθεση του θεωρητικά καλύτερου παρελθόντος με το αμφίβολο σήμερα.
“Nous vivons une époque sans fête et nous y avons contribué”
ΟBertrand Bonello είναι ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του Γαλλικού ρεύματος Cinéma du Corps (Κινηματογράφος των Σωμάτων/Πτωμάτων). Η θεματολογία του είναι πάντα προκλητική και συνήθως έχει στο επίκεντρό της το σεξ σε διαφορετικές εκφάνσεις. Ο Bonello έγινε ιδιαίτερα γνωστός και αναγνωρίσιμος μόλις με την δεύτερη του ταινία, Le Pornographe (Ο Πορνογράφος) μία Γαλλοκαναδική παραγωγή του 2001. Η ταινία είχε επιλεχθεί για την Εβδομάδα των Κριτικών στις Κάννες της ίδιας χρονιάς και κέρδισε το βραβείο FIPRESCI.
Ο Jacques Laurent (Jean-Pierre Léaud) είναι ένας γνωστός σκηνοθέτης ταινιών για ενηλίκους με πολλά χρόνια εμπειρίας, αφού η καριέρα του ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 60. Μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια αποχής από τις ταινίες, ο Laurent αναγκάζεται να σκηνοθετήσει ξανά καθώς έχει πολλά χρέη και θέλει να ολοκληρώσει το ημιτελές αριστούργημα του. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται ξανά στη ζωή του ο γιος του Joseph (Jérémie Renier) ο οποίος είχε φύγει από το σπίτι κάποια χρόνια πριν, όταν έμαθε ποια είναι η δουλειά του πατέρα του. Ο Laurent θα ανακαλύψει πως τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε που ήταν ενεργός και πως θα πρέπει να κάνει συμβιβασμούς τόσο στα επαγγελματικά όσο και στα οικογενειακά του.
Ο Bonello καταφέρνει να προκαλέσει και κερδίζει αμέσως τις εντυπώσεις με την ταινία του. Χρησιμοποιώντας σχηματικά έναν πορνογράφο, χτίζει πάνω του μία αλληγορική σύγκριση των αντιθέσεων στην τέχνη, τον κινηματογράφο, την πολιτική και γενικότερα την ζωή του σήμερα και του χθες. Δεν κρύβει σε καμία στιγμή πως η βασική πηγή της έμπνευσης του είναι η Nouvelle Vague, άλλωστε το κάνει τόσο απροκάλυπτα αφού επιλέγει στον βασικό ρόλο να βρίσκεται το alter ego του François Truffaut, o Jean-Pierre Léaud. Επιχειρεί έτσι να δώσει μία πικρή νότα νοσταλγίας στις χαμένες ελπίδες της που δημιούργησε η δεκαετία του 1960 και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί τις ιδέες της για να επικρίνει τη σημερινή κατάσταση. Αποφασίζει να ακολουθήσει την κλασσική τεχνική της ταινίας μέσα σε ταινία, με μία βασική διαφορά, η μία θα είναι πορνογραφική.
Σκηνοθετικά ο Bonello θέλει να αναγάγει τα πάντα σε ένα είδος τέχνης κρατώντας άθικτα όλα τα στοιχεία της υποκουλτούρας του πορνό και προσδίδοντάς τους καλλιτεχνική υπόσταση. Χωρίς να προσομοιώνει τις σκηνές του σεξ, και με μια χαρακτηριστική σκηνοθετική ψυχρότητα στα βήματα του Robert Bresson, παρουσιάζει το πορνό ως ακόμα μία δουλειά. Είναι άκρως ρεαλιστικός, χρησιμοποιεί πραγματικούς πορνοστάρ και όλα παρουσιάζονται όπως πρέπει, φυσικά και ωμά. Μπορεί τα σκληρά πλάνα να σοκάρουν αλλά δεν προσβάλλουν την αισθητική της ταινίας. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να μην φωτίσει τον βούρκο και να μην παρατηρήσει το είδος ως κατώτερο, αντιθέτως το προσεγγίζει άκρως επαγγελματικά και με σκοπό να το αναδείξει. Όπως ο Laurent έτσι και ο Bonello, αγαπάει το γυμνό και θεωρεί πως οι πορνογραφικές ταινίες θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται στο ίδιο επίπεδο με όλες τις άλλες. Δυστυχώς η σημερινή καλλιτεχνική κατάπτωση δεν δίνει περιθώριο σε εμπνευσμένες σκηνοθεσίες και έτσι αυτές υποκαθίστανται από μηχανικές και άκρως τυποποιημένες σεξουαλικές σκηνές.
Ισχυρός σύνδεσμος με το παρελθόν είναι η επιλογή του Jean-Pierre Léaud ως πρωταγωνιστή. Ερμηνεύοντας ίσως έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ρόλους του τα τελευταία χρόνια, θέλει να δείχνει πως κουβαλάει όλη την Nouvelle Vague πάνω του. Ο Léaud για ακόμα μία φορά παίζει το alter ego του σκηνοθέτη του και σε αυτή την περίπτωση είναι του Bonello. Ο ήρωας Jacques Laurent είναι ένας auteur και το μόνο που τον αποκόπτει από τους διάσημους συναδέλφους του είναι το ύφος των ταινιών του. Είναι επαναστάτης και ιδεαλιστής. Τον Μάη του ’68 τη στιγμή που άλλοι επέλεγαν να γυρίσουν πολιτικές ταινίες εκείνος προτίμησε την πορνογραφία ως μέσο ειρηνικής αντίδρασης. Είναι γνώστης όλων τον μεγάλων σκηνοθετών και των τεχνικών τους αλλά θέλει να παραμένει λαϊκά απλός γιατί το πυρήνας των θεατών του είναι οι φορτηγατζήδες. Ο κινηματογράφος του είναι καθαρά πολιτικός και ακόμα και σήμερα συνεχίζει κυριολεκτικά να εκπορνεύει την μπουρζουαζία, όπως έκανε 30 χρόνια πριν.
Σίγουρα είναι άκρως ρομαντική η απεικόνιση του παλιού πορνογράφου και πως χειρίζεται την δικιά του τέχνη. Αλλά δυστυχώς αυτό που ήταν παλιά προκλητικό πλέον είναι βαρετό, κουραστικό και ξεπερασμένο. Μπορεί να αναγκάστηκε να πουλήσει την ψυχή του για να επιβιώσει στην σύγχρονη εποχή αλλά είναι προφανές πως δεν μπορεί να αφομοιωθεί σε αυτή. Οι ταινίες του τότε ήταν αφορμή για πολιτική σκέψη και δράση, σήμερα είναι ακόμα ένα καταναλωτικό προϊόν αποκλειστικά και μόνο για σεξουαλική διέγερση. Παραμένοντας πιστός στον πολιτικό χαρακτήρα της ταινίας, ο Bonello θέτει τον Joseph στην θέση του πατέρα του με μία διαφορά 30 χρόνων. Ακόμα και ο φοιτητικός ακτιβισμός σήμερα φαίνεται πως είναι διαφορετικός. Η γενιά του ’68 ήθελε να ανατρέψει την τότε δεσποτική κοινωνία και να δημιουργήσει μία ιδεατά διαφορετική. Η γενιά του Joseph αποζητά την αναγνώριση της κοινωνίας που θα της παρέχει τα προνόμια και τη δουλειά για τα οποία οι γονείς της αγωνίστηκαν. Η βάση είναι στο παρελθόν αλλά η εφαρμογή στοχεύει το μέλλον.
Ο Πορνογράφος είναι μία ταινία αντιθέσεων και έντονων συγκρούσεων, αν και όλα συμβαίνουν μέσα σε μία εκλεπτυσμένη και εκφοβιστική ηρεμία. Είναι μία δυνατή αντιπαράθεση του θεωρητικά καλύτερου παρελθόντος με το αμφίβολο σήμερα. Η πολιτικοποιημένη Nouvelle Vague ξεπεράστηκε από τα κενά blockbusters, η διάθεση για αποδόμηση του συστήματος υπονομεύτηκε από την συντηρητική πρόθεση για βόλεμα σε αυτό και η αργή ευλαβική ιεροτελεστία της πεολειχίας χάθηκε πίσω από το ξεβαμμένο φτηνό make up μετά από το γρήγορο τελείωμα στα μούτρα.