Le Mépris (1963)
Ένα ερωτικό γράμμα του Jean-Luc Godard στην Anna Karina.
Αν και είναι η μόλις 6η μεγάλου μήκους του ο Godard καταφέρνει να γυρίσει την πιο αντιGodardική ταινία του, που ταυτόχρονα λατρεύεται αλλά και μισείται από τους φανατικούς του! Δείχνει ίσως οξύμωρο, αλλά δεν είναι, αυτή είναι η μαγεία των ταινιών του JLG που ενώ φαινομενικά όλες μοιάζουν, αν τις κοιτάξεις από πιο κοντά έχουν μια απίστευτη εναλλαγή που σε ζαλίζει.
Αναμφίβολα η περίοδος πριν να εμπλακεί με τον Μαοϊσμό και τον Gorin είναι η πιο σπουδαία και ταυτόχρονα η πιο παραγωγική για τον ίδιο τον Godard. Εκτός της καλλιτεχνικής επιτυχίας, καταφέρνει να βιώσει και την προσωπική του μέσα από το πρόσωπο της Karina. Ένας έρωτας και ένας γάμος που είχε περάσει πολλά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και σαφέστατα αυτό είναι που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο Le Mépris. Για πρώτη φορά από την γνωριμία τους η Karina στα μάτια του Godard μετατρέπεται από μούσα σε μία νεαρή αφελής, αλαζόνα, που βρίζει, φλερτάρει απροκάλυπτα, δεν έχει κανένα κοινό με τον ίδιο, έχει τρελές ή παράλογες απαιτήσεις και ο ίδιος την θέλει μόνο για την εμφάνιση της. Ξαφνικά η θεϊκή της παρουσία, που ο ίδιος είχε χτίσει αυτά τα χρόνια, πέφτει και σπάει άγρια, και το κυριότερο, στο πρόσωπο μιας ξανθιάς bimbo που πρέπει να την αντικαταστήσει!
Όπως είχε πει πολύ σωστά ο Coutard, η ταινία δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ερωτικό γράμμα του Jean-Luc στην Anna. Ένα γράμμα όμως που θα είναι η πιο ακριβή του παράγωγη ως τότε, θα είναι η μόλις δεύτερη του έγχρωμη, εντελώς τυχαία η πρώτη του απόπειρα ήταν και η αποθέωση της Karina στο Une Femme Est Une Femme και επίσης η μοναδική του ταινία γυρισμένη στο μισητό του Cinemascope.
Η ιστορία ίσως προσχηματική, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο του Moravia, είναι η αποτυχημένη προσπάθεια ενός ζευγαριού (σεναριογράφος εκείνος πρώην γραμματέας εκείνη) να επαναφέρουν την σχέση τους στο επίπεδο που ήταν όταν ερωτεύτηκαν παρά τις τωρινές διαφορές τους στο μορφωτικό επίπεδο αλλά και στην ηλικία τους. Το πλαίσιο αυτό δίνει απλά το έναυσμα στον Godard να “μιλήσει” στην γυναίκα του, άλλωστε οι συμπτώσεις δεν συνάδουν με την τελειομανία του.
Ο Piccoli, άγνωστος ηθοποιός ως τότε, γίνεται το alter ego του, αν και έχει το όνομα του πατέρα του Paul, αντιγράφοντας τα πάντα από τις εκφράσεις και τον τρόπο ομιλίας του, τα νεύρα του, μέχρι το καπέλο και τα Gitanes που καπνίζει μανιωδώς. Κατά την ίδια λογική η Bardot, η πιο αναγνωρίσιμη ξανθιά των 60s μετατρέπεται σε ένα κακέκτυπο της Karina καθώς σε μεγάλο μέρος της ταινίας βρίσκεται να παίζει με μια μαύρη περούκα στο κούρεμα της Karina και παρουσιάζεται ως ρηχή, παιδιάστικη και αφελής, προφανώς η εικόνα που είχε σκιαγραφήσει ο JLG για την αγαπημένη του.
Πέραν των προσωπικών του λόγων ο Godard έψαχνε και βρήκε ένα τρόπο όχι μόνο να γνωρίσει αλλά και να σκηνοθετήσει ένα από τα ινδάλματα του, τον Fritz Lang, ο οποίος παίζει τον εαυτό του, όντας σκηνοθέτης του Οδυσσέα. Αν και ο Paul aka Jean-Luc, θα είναι σεναριογράφος του Lang στην ταινία, ο ίδιος ο Godard παίζει απλά τον βοηθό του. Αυτό είναι κάτι που δείχνει το πώς νιώθει ο ίδιος απέναντι στον Lang και που είναι σημαντικό καθώς έτσι τσαλακώνει τον εγωισμό του δεχόμενος να υποβαθμιστεί σε αυτή τη θέση.
Παράλληλα ο Godard καταφέρνει να απομυθοποιήσει και να υποβαθμίσει και τους ίδιους τους παραγωγούς του που του έδωσαν ένα μεγάλο budget για να διαχειριστεί. Από την μία οι αμερικάνοι παραγωγοί στο πρόσωπο του Prokosch (Jack Palance) ο οποίος παρουσιάζεται ως ανιστόρητος, άξεστος, υπερόπτης και ξιπασμένος με μόνο του motto το μεταπολεμικό “I have dollars” και μόνο του σκοπό να αποπλανήσει την Camille. Για τον πραγματικό παραγωγό, Carlo Ponti, ο JLG επιφυλάσσει μια επίσης νοσηρή εικόνα, μέσω της αποδόμησης των χάρτινων Ελληνορωμαϊκών υπερπαραγωγών του, με τον “Οδυσσέα”, και δείχνει μια θανούσα και παρηκμασμένη Cinecittà που αναπολεί το λαμπρό της παρελθόν.
Στο τεχνικό κομμάτι είναι επίσης εκπληκτικό πως ο Godard καταφέρνει να φτάσει στα όρια του το μεγάλο budget που του έχει διατεθεί αλλά και της τεχνολογίας που τόσο μισεί στο να εξελίξει τη μισή ταινία μέσα σε ένα μισοάδειο και λευκό διαμέρισμα με μόνα ειδικά εφέ το ένα portatife και μία κόκκινη πετσέτα!
Η αφαιρετική κυριαρχεί στην ταινία τόσο με τον μινιμαλισμό που χαρακτηρίζει το άδειο διαμέρισμα του ζευγαριού όσο και με τον υποτιθέμενο Οδυσσέα του Lang. Βέβαια η σκηνή που χαρακτηρίζει περισσότερο την αίσθηση της έλλειψης δεν είναι άλλη από αυτή του τροχαίου δυστυχήματος. Για πολλούς είναι ό,τι πιο αφαιρετικά έξυπνο μπορούσε να κάνει, για άλλους ήταν απλή ανικανότητα του να σκηνοθετήσει μια τόσο δύσκολη σκηνή και έτσι την παρέκαμψε. Για τον ίδιο απλά δεν είχε το budget για μια τόσο μεγάλη σκηνή και έτσι δεν επιδέχεται καμίας καλλιτεχνικής επεξήγησης. Βέβαια ο μαξιμαλισμός από την παραγωγή στο cast αλλά και στους χώρους, Cinecittà, Casa Malaparte εξισορροπούν το τελικό αποτέλεσμα. Ο μόνος μινιμαλισμός που επέβαλαν οι παραγωγοί ήταν στα ρούχα της BB γιατί δεν υπήρχε “arthouse” ευρωπαϊκή ταινία αλλά και ταινία της Bardot χωρίς δόση ηδονοβλεψίας.
Τελικά σου αρκεί να ακούσεις την μουσική του Delerue, να σκεφτείς τα λόγια του πατρός Lumière να χαθείς στο γαλάζιο της Μεσογείου και να πεις πως ο Godard πρόσθεσε και αφαίρεσε τόσους κανόνες σε μια ταινία και την έκανε τόσο προσωπική και τόσο απρόσωπη ταυτόχρονα που οφείλει και είναι απλά ένα αριστούργημα.