Gespenster (Φαντάσματα, 2005)

Το δεύτερο μέρος της Τριλογία του Christian Petzold κινείται στα όρια του ονειρικού ψυχολογικού ρεαλισμού και παίζει πάντα ανάμεσα στην αλήθεια και το φανταστικό.

Gespenster Poster2

ΟChristian Petzold είναι ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του νεότερου Γερμανικού κινηματογραφικού ρεύματος, Die Berliner Schule (H Σχολή του Βερολίνου). Με μία καριέρα που διαρκεί 20 χρόνια ο ίδιος πλέον είναι ένας από τους πλέον προβεβλημένους Γερμανούς σκηνοθέτες και οι ταινίες του συνήθως κάνουν πρεμιέρα στην διάρκεια της Berlinale. Το 2005 γυρίζει το Gespenster (Ghosts / Φαντάσματα) που είναι το δεύτερο φιλμ μιας αποσπασματικής Τριλογίας που είχε ξεκινήσει το 2000 με το Die Inner Sicherheit (The State I am In / Μια Ασυνήθιστη Κατάσταση) και έκλεισε το 2007 με την Yella. Η ταινία ήταν υποψήφια για την Χρυσή Άρκτο και κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας από την Ένωση Γερμανών Κριτικών Κινηματογράφου την επόμενη χρονιά.

Gespenster (1)

Δύο παράλληλες ιστορίες ξεκινούν ταυτόχρονα και εξελίσσονται την ίδια μέρα στο Βερολίνο. Θεωρητικά τίποτα δεν συνδέει την μία με την άλλη. Στην πρώτη η έφηβη Nina (Julia Hummer) μένει σε ένα οικοτροφείο θηλέων και εργάζεται στο πάρκο Tiergarten. Εκεί συναντά τυχαία και με έναν περιπετειώδη τρόπο την συνομήλικη της Toni (Sabine Timoteo). Η Nina αμέσως θα εντυπωσιαστεί από την πληθωρική προσωπικότητα της Toni και θα αναπτυχθεί μεταξύ τους μία ξαφνική και έντονη φιλική σχέση που σε κάποια σημεία φτάνει σε ερωτικό επίπεδο. Οι δύό τους θα ζήσουν ένα πολύ έντονο 24ώρο. Στην δεύτερη ιστορία η Françoise (Marianne Basler) μετά από έναν νευρικό κλονισμό και αφού έχει μόλις πάρει εξιτήριο από την κλινική, ταξιδεύει για ακόμη μια φορά με τον άντρα της Oliver (Benno Fürmann) από τη Γαλλία στο Βερολίνο. Σκοπός του ταξιδιού τους είναι να συνεχίσουν την έρευνα για την αγνοουμένη τρίχρονη κόρη τους που είχε απαχθεί πριν αρκετά χρόνια σε ένα πολυκατάστημα της πόλης. Οι δύο ιστορίες θα πρέπει να βρουν ένα σημείο τομής.

Gespenster (2)

Η ταινία εξελίσσεται σε αργούς ρυθμούς ώστε να διατηρηθεί στο βαθμό που επιτρέπεται η αγωνία και το μυστήριο μέχρι το τέλος. Οι πρωταγωνιστές δεν αναπτύσσουν μεγάλους διαλόγους ενώ τις περισσότερες φορές λείπουν οι περιττές λεπτομέρειες από τα λεγόμενά τους και οι παύσεις κυριαρχούν. Η αφαιρετική δεν περιορίζεται μόνο στους διαλόγους. O Petzold γύρισε στα κεντρικά σημεία του Βερολίνου, αλλά αποφάσισε να κρύψει εσκεμμένα τα σημεία που θα έκαναν τον χώρο αναγνωρίσιμο. Πρόσθεσε έτσι μία ανωνυμία που ταιριάζει με τους ήρωες του. Το ίδιο ανώνυμοι πρέπει να παραμείνουν και εκείνοι. Παρά την διαφορετικότητα στην ψυχολογική κατάσταση του καθενός, προσπαθούν να κινηθούν όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητοι σε έναν ξένο χώρο, σαν φαντάσματα. Στις περιπτώσεις που πρέπει να συνυπάρξουν με άλλα άτομα είναι ιδιαίτερα εμφανής πόσο αταίριαστοι είναι και πως πρέπει να χαθούν μέσα στο πλήθος για να μην ξεχωρίζουν ή να καταφύγουν σε ένα ασφαλές μέρος. Για αυτό το λόγο δεν είναι τυχαίο πως κυρίαρχο ρόλο παίζει στην ταινία το πάρκο και η σύνδεση με τα δέντρα, το δάσος, το μόνο μέρος, σύμφωνα με τους μύθους, όπου μπορούν να ζήσουν τα φαντάσματα. Είναι επίσης μια ελαφρά σύνδεση με την ιστορία των Αδερφών Γκριμ Das Totenhemdchen (Το Σάβανο) που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον σκηνοθέτη.

Gespenster (3)

Η βασική ιδέα για το σενάριο προήλθε από μία σειρά φωτογραφιών χαμένων παιδιών που είχε δει ο Petzold σε ένα Γαλλικό ταχυδρομείο και για την συγγραφή του συνεργάστηκε για τρίτη φορά με τον πρώην καθηγητή και μέντορά του Harun Farocki. Ο Farocki είχε γίνει γνωστός τις προηγούμενες δεκαετίες ως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς σκηνοθέτες πειραματικού και πολιτικού ντοκιμαντέρ. H έκδηλη αποστασιοποίηση με την οποία προσεγγίζονται οι ήρωες είναι παραπάνω από εμφανής και μπορεί να θυμίζει έντονα Robert Bresson. Είναι όμως ένα από τα γνωρίσματα της δουλειάς του Farocki που έχει έντονα επηρεαστεί από Γάλλους δημιουργούς. Η σκηνοθεσία του Petzold καταφέρνει να προσθέσει την χαμένη ευαισθησία που λείπει από την ψυχρή απεικόνιση των χαρακτήρων του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο θεατής να νιώθει ορισμένες στιγμές πως παρακολουθεί την ζωή τους μέσα από τα μάτια τους ενώ σε άλλες πως δεν μπορεί καν να τους αγγίξει. Αυτή η διττή φύση συνάδει απόλυτα και με τον τίτλο, καθώς σου δίνεται αρχικά η ψευδαίσθηση πως παρατηρείς και αργότερα γίνεσαι και ο ίδιος ένα φάντασμα. Πιο έντονα αυτά τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται στις τρεις γυναίκες, Nina, Toni και Françoise που δείχνουν ηθελημένα τόσο διαφανείς που δίνεται η εντύπωση πως καταφέρνουν να περάσουν η μία μέσα από την άλλη. Η ύπαρξη αυτού του θεωρητικού κενού θα αποδειχτεί ιδανικός καμβάς ώστε να εκθέσει η κάθε μία τα θέλω της, εκμεταλλευόμενη την άλλη. Θα προσπαθήσουν να δώσουν σάρκα στις χαμένες και ίσως εγκλωβισμένες ψυχές τους μέσω της κάλυψης των ψυχολογικών αναγκών τους και έτσι επιτέλους να νιώσουν ολοκληρωμένες. Δυστυχώς όμως η διαφάνεια που τις χαρακτηρίζει τις οδηγεί αναγκαστικά και σε απώλεια της υλικής τους υπόστασης έτσι στην ουσία είναι άπιαστες, είναι ιδέες, είναι φαντάσματα.

Gespenster (4)

Όσοι γνωρίζουν ήδη το έργο του Christian Petzold δεν περιμένουν ξεκάθαρες απαντήσεις και λύσεις. Το Φαντάσματα είναι ένα φιλμ που κινείται στα όρια του ονειρικού ψυχολογικού ρεαλισμού και παίζει πάντα ανάμεσα στην αλήθεια και το φανταστικό. Στην απόπειρα να δούμε ποιοι είμαστε ο καθρέφτης σπάει και από τα θραύσματά του πρέπει να ανακαλύψουμε αν όντως βλέπουμε τον εαυτό μας ή ένα παρόμοιο με εμάς είδωλο.

Free Comments!