Elena (2011)
Η κατά τον Andrei Zvyagintsev Αποκάλυψη δεν έρχεται μετά από ένα τρομακτικό μελλόντικό γεγονός. Είναι η ήδη παρούσα ηθική κατάπτωση αυτή η οποία θα επιφέρει την αναπόφευκτη καταστροφή.
Την τελευταία δεκαετία ο Ρώσικος κινηματογράφος επανακτά τη δημοτικότητα που είχε παλιότερα τόσο στα κινηματογραφικά φεστιβάλ όσο και στις προτιμήσεις των θεατών. Ένα σημαντικό ρόλο σε αυτή την επάνοδο έχει σαφώς παίξει ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους σύγχρονους Ρώσους σκηνοθέτες, ο Andrei Zvyagintsev. Ο Zvyagintsev χωρίς να απομακρύνεται ποτέ από την άκρως Ρώσικη θεματολογία καταφέρνει πάντα να δημιουργεί ταινίες που έχουν αντίκτυπο χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς. Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, Elena (2011) έκανε πρεμιέρα στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του 64ου Φεστιβάλ Καννών και κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής.
Η Elena (Nadezhda Markina) ζει με τον άντρα της Vladimir (Andrey Smirnov) τον οποίο είχε γνωρίσει πριν δέκα χρόνια όντας η νοσοκόμα του. Ο Vladimir είναι ευκατάστατος και μπορεί με άνεση να καλύπτει όλες τις ανάγκες του αλλά και να συντηρεί την Elena. Και οι δύο έχουν ενήλικα παιδιά από προηγούμενους γάμους. Ο Vladimir την κακομαθημένη και εγωίστρια Katerina (Elena Lyadova) και η Elena τον άνεργο και τεμπέλη Sergei (Aleksey Rozin). Όταν η Elena αναγκάζεται να ζητήσει ένα μεγάλο ποσό από τον Vladimir με σκοπό να προστατεύσει τον εγγονό της Sasha από το να καταταγεί στον στρατό, εκείνος αρνείται καθώς θεωρεί μοναδικό υπεύθυνο τον γιο της. Με αφορμή αυτό το γεγονός και μετά από μία περιπέτεια υγείας ο Vladimir σκέφτεται να αλλάξει τη διαθήκη του ώστε η περιουσία του να περιέλθει στην κόρη του. Αυτό θα περιόριζε πολύ την Elena έτσι πρέπει να πάρει κάποιες αποφάσεις.
Με την Elena ο Zvyagintsev επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ιδιαίτερο είδος βραδυφλεγούς δραματικού θρίλερ με αρκετά film-noir στοιχεία. Έχοντας ο ίδιος ως αφετηρία και αρχική έμπνευση το Match Point (2005) του Woody Allen, δημιουργεί τη δικιά του εκδοχή που μπορεί να τύχει πολυεπίπεδων ερμηνειών κυρίως για την σύγχρονη Ρωσική κοινωνία. Η ιστορία είναι μία αρχετυπική σύγκρουση δύο κόσμων. Από την μία ο Vladimir που βρίσκεται σε εύρωστη οικονομική κατάσταση, ζει σε μία καλή περιοχή της Μόσχας, έχει ένα πολυτελές διαμέρισμα, οδηγεί ένα ακριβό αυτοκίνητο και περνά την ημέρα του στο γυμναστήριο. Από την άλλη ο Sergei, που είναι άνεργος, παρουσιάζεται αποτυχημένος χωρίς να έχει καμία προοπτική, ζει την οικογένειά του με τη σύνταξη της μητέρας του σε ένα ένα υποβαθμισμένο προάστιο εκτός Μόσχας και περνά την ημέρα του πίνοντας. Το μόνο που τέμνει αυτούς τους δύο παράλληλους ετερογενείς κόσμους είναι η Elena που καθώς ταξιδεύει με το τραίνο από το ένα σπίτι στο άλλο μεταφέρει τόσο τα προβλήματα της πραγματικής Ρωσίας στην εστία ενός υποτυπώδους ολιγάρχη όσο και τα ψήγματα ελπίδας για εύκολο πλουτισμό στον απελπισμένο Ρώσο.
Ο Zvyagintsev δεν δείχνει καμία συμπάθεια για τους ήρωές του, για την ακρίβεια δεν εκφράζει σε καμία στιγμή τα συναισθήματά του για εκείνους. Τους τοποθετεί στον μινιμαλιστικό του καμβά, και αφού θέσει τους ρόλους που οφείλουν να υποστηρίξουν, τους αφήνει ελεύθερους να δράσουν όντας αποκλειστικά υπεύθυνοι των πράξεών τους. Χωρίς ουσιαστικά να χειραγωγεί τις καταστάσεις αφήνει τις εξελίξεις να προλάβουν τις αποφάσεις των ηρώων του ώστε όλα να γίνουν όπως τα έχει προδιαγράψει. Για όσα συμβούν κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί άμοιρος ευθυνών και αθώος όπως επίσης όλοι τους είναι εν δυνάμει θύματα των ακούσιων ή εκούσιων επιλογών ή αμαρτιών τους. Αν και ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από μία θρησκευτική ερμηνεία του θέματος – αφήνοντας βέβαια κάποιες ξεκάθαρες νύξεις σχέσης θρησκείας και χρήματος – ακολουθεί μία πιο ουμανιστική προσέγγιση που βασίζεται κατά κύριο λόγο στο συναίσθημα. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως η Elena έχει ως θέμα την Αποκάλυψη, αν και η δικιά του ερμηνεία δεν οδηγεί σε υπαρξιακές απαντήσεις αλλά είναι περισσότερο μία μετά-αποκαλυπτική έκθεση συναισθημάτων. Αυτό άλλωστε έχει μία λογική βάση. Όταν οι ήρωες βλέπουν πως δεν υπάρχει τίποτα υλικό στο οποίο να μπορούν να βασίσουν την υπόστασή τους τότε στρέφονται αναγκαστικά στα συναισθήματά τους συνειδητοποιώντας όμως πως και αυτά έχουν διαβρωθεί, έτσι δεν έχουν καμία ελπίδα. Η θυματοποίηση τους αυτή δεν χρησιμοποιείται ως άλλοθι των πράξεων τους αλλά είναι αποτέλεσμα της ήδη διαβρωμένης τους ζωής.
Η κατά τον Zvyagintsev Αποκάλυψη δεν θα προέλθει από κάποιο μελλοντικό τρομακτικό γεγονός που όλοι απεύχονται. Αντιθέτως τα αίτια της είναι ήδη παρόντα με κυριότερο την ηθική κατάρρευση η οποία θα φέρει και την αναπόφευκτη καταστροφή. Σε αυτήν την ηθικά αποσαθρωμένη Ρωσία, που και ο ίδιος ζει, βλέπει μία χώρα να εκπίπτει ραγδαία τα τελευταία 20 χρόνια σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, με απαρχή την πολιτική που ξεπερνά κάθε σοβιετικό παραλογισμό. Ο βάρβαρος καπιταλισμός αποτελείωσε τα ερείπια που είχε αφήσει το ψευδές σοσιαλιστικό όνειρο και τώρα υπάρχει μόνο διχασμός. Το έσχατο σημείο του ηθικού και πνευματικού ξεπεσμού επισφραγίζεται μέσω του πλέον λαϊκού μέσου, την τηλεόραση, που αναπαράγει όλα τα ματεριαλιστικά ευτελή πρότυπα τα οποία θα αναθρέψουν και τις επόμενες γενιές. Η αλληλοφαγία, που αν και επακόλουθο της Αποκάλυψης έχει ήδη ξεκινήσει, δύσκολα μπορεί να περιοριστεί και το ζητούμενο πλέον δεν είναι να βρεθεί μία λύση αλλά να σωθούν όσοι παραμένουν ακόμα καθαροί. Ίσως κατά βάθος ό,τι παρουσιάζει στις εικόνες του ο Zvyagintsev να είναι ήδη νεκρό απλά κανείς δεν θέλει ή δεν μπορεί να το παραδεχτεί.
Ακόμα και οι συμβολισμοί τους οποίους χρησιμοποιεί ο Zvyagintsev – και είναι άμεσες αναφορές σε αγαπημένους του σκηνοθέτες – εντείνουν την απαισιοδοξία του. Χρησιμοποιώντας τη φύση ως ίσως το μόνο αμόλυντο κομμάτι όλης της ταινίας η αναζήτηση του σκηνοθέτη επικεντρώνεται στο ρόλο των ζώων. Το κύριο σημάδι είναι ο συχνός ήχος των κορακιών που προμηνύουν το κακό που σύντομα έρχεται και αντικαθιστούν τους ήχους τον άλλων πουλιών σχεδόν από την αρχή της ταινίας. Είναι επίσης ο ήχος που ο Jean-Luc Godard χρησιμοποιούσε εκτεταμένα για τον ίδιο λογο στις ταινίες του από τη δεκαετία το 90 και μετά. Ο κορυφαίος συμβολισμός όμως κακού οιωνού είναι το άλογο που σκοτώνεται από το τραίνο που μεταφέρει την Elena. Σύμφωνα με τον Andrei Tarkovsky το άλογο είναι σύμβολο ζωής οπότε ένα νεκρό άλογο υποδηλώνει ουσιαστικά το τέλος της παρούσας ζωής. Το μόνο που έρχεται σε αντιδιαστολή με αυτή τη σχεδόν εσχατολογική αντιμετώπιση της ταινίας είναι η χρήση της 3ης Συμφωνίας του Philip Glass σε όλες τις κρίσιμες στιγμές καθώς είναι μία σύνθεση τόσο δυναμική και έντονη που μοιάζει σαν να αναπνέει, σαν να είναι ζωντανή. Ίσως αυτή να είναι και η μικρή αχτίδα ελπίδας που αφήνει ο σκηνοθέτης να διαπεράσει τον πεσιμισμό του.
Στον κόσμο του Zvyagintsev δεν υπάρχει happy end όλα δείχνουν να συνεχίζουν το ίδιο μαύρα όπως ξεκίνησαν ενώ υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χειροτερέψουν. Ο σκηνοθέτης δείχνει την απογοήτευσή του για το μέλλον της χώρας του καθώς είναι πεπεισμένος πως αυτοί που θέλουν ή ίσως καταφέρουν να αντικαταστήσουν κάτι τόσο σαθρό θα είναι τελικά μία κοινωνικά κατώτερη έκφανση του ίδιου σάπιου προσωπείου και δυστυχώς δεν μπορεί να ελπίζει τίποτα σε εκείνους. Ακόμα και ένα μωρό, τυπικό δείγμα αισιοδοξίας για το μέλλον, στην Elena απλά αποδεικνύει πως ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί.