Ain’t Them Bodies Saints (2013)
Ένα folk ρομαντικό crime έπος από τον ανερχόμενο Τεξανό σκηνοθέτη David Lowery που ακολουθεί πιστά την παράδοση του Terrence Mallick.
ΟDavid Lowery είναι ένας ανερχόμενος Αμερικανός σκηνοθέτης που έχει ήδη βραβευτεί για τη δουλειά του στις ταινίες μικρού μήκους. Έχει επίσης εργαστεί ως μοντέρ σε κάποιες πρόσφατες ανεξάρτητες ταινίες όπως Upstream Color (2013) και Sun Don’t Shine (2012). Τέσσερα χρόνια μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, St. Nick (2009), επιστρέφει με την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία Ain’t Them Bodies Saints η οποία έχει ήδη κερδίσει την προσοχή των κριτικών. Η ταινία είχε την υποστήριξη του φετινού Φεστιβάλ του Sundance και έφυγε με το Βραβείο Φωτογραφίας στην κατηγορία της. Επίσης είχε επιλεγεί για την Διεθνή Εβδομάδα των Κριτικών που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του φετινού Φεστιβάλ των Καννών.
Η ταινία ξεκινά με μία εισαγωγική κάρτα που γράφει «This Was in Texas,» και παρακολουθεί τον Bob Muldoon (Casey Affleck) και τη Ruth Guthrie (Rooney Mara), ένα ερωτευμένο νεαρό ζευγάρι παρανόμων, που ζει τη δεκαετία του 1970 κάπου στο Τέξας. Στη διάρκεια μιας συμπλοκής με την αστυνομία, μετά από μία ληστεία, η Ruth πυροβολεί και τραυματίζει σοβαρά τον Patrick Wheeler (Ben Foster), έναν νέο αστυνομικό. Ο Bob παίρνει την ευθύνη πάνω του, καθώς η Ruth είναι έγκυος, και φυλακίζεται. Όσο περνά ο χρόνος, ο Bob επικοινωνεί με την αγαπημένη του μόνο μέσω αλληλογραφίας και μαθαίνει τα νέα για την κόρη τους. O Wheeler, που έχει πλέον αναρρώσει γίνεται φίλος με την Ruth και προσπαθεί να την φλερτάρει. Τέσσερα χρόνια μετά το αρχικό συμβάν, ο Bob δραπετεύει με μοναδικό σκοπό να επανασυνδεθεί με την γυναίκα του και την κόρη που δεν έχει ακόμα γνωρίσει. Όμως το κλίμα στην μικρή του πόλη έχει αλλάξει και είναι πλέον πολύ επικίνδυνο για εκείνον.
Ο David Lowery δείχνει απόλυτα αφοσιωμένος στο να μετατρέψει ένα τυπικό folk εγκληματικό μελόδραμα όπως το Ain’t Them Bodies Saints σε έναν ποιητικό οπτικά εντυπωσιακό φόρο τιμής στο New Hollywood. Υπάρχουν φυσικά πολλές αναφορές σε ήδη γνωστές ταινίες εκείνης της εποχής, και ο ίδιος έχει παραδεχθεί πως η πρόθεσή του ως κινηματογραφιστής είναι να ακολουθήσει τα χνάρια του Robert Altman στα McCabe & Mrs. Miller και Thieves Like Us, του Arthur Penn στο Bonnie and Clyde και φυσικά του Terrence Mallick στο Badlands. Είναι πολύ ενδιαφέρον και αξιότιμο πως ο σκηνοθέτης δεν κρύβει τις επιρροές του και καθώς είναι και ο ίδιος Τεξανός, όπως ο Mallick, γνωρίζει και αγαπά την πατρίδα του. Για αυτό ίσως το λόγο οι ομοιότητες τους είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτες. Η επιλογή των τοπίων που διαδραματίζεται η ταινία, η αόριστη κίνηση της κάμερας στους λόφους του Τέξας και φυσικά η καταλυτική παρουσία του φωτός της Μαγικής Ώρας σε κάθε κρίσιμο πλάνο.
Η αυστηρότητα στην τεχνική του Lowery δουλεύει τις περισσότερες φορές εξαιρετικά ομαλά, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να βρεθεί μία αταίριαστη ή περιττή σκηνή σε αυτό το εγκληματικό ρομαντικό έπος. Τα πάντα είναι εξαιρετικά ακριβή και ακολουθούν τους άγραφους κανόνες του είδους Americana, όπου ο μινιμαλισμός και ο αργός χρόνος είναι τα κύρια στοιχεία. Οι ήρωές του κινούνται, αισθάνονται, μιλούν και αναπνέουν σαν να έχουν γεννηθεί εκεί. Οι ερμηνείες τόσο του Casey Affleck, ο οποίος έχει ήδη εμπειρία σε ένα παρόμοιο σκηνικό στο The Assassination of Jesse James, όσο και της Rooney Mara είναι απόλυτα ταιριαστές. Ο Ben Foster προσεγγίζοντας τον ρόλο του με μία περισσότερο western αισθητική ολοκληρώνει αυτό το περίεργο τρίο. Για αυτό το λόγο η παρουσία του Keith Carradine, ως μια πατριαρχική φιγούρα, εναρμονίζεται με όλη την ταινία και συμπληρώνει τις αναφορές στο έργο του Robert Altman.
Θεωρητικά, ο Lowery φαίνεται πως έχει κάνει μια ελεγειακά ευαίσθητη ταινία ακολουθώντας κατά γράμμα το εγχειρίδιο του είδους, αλλά αυτός δεν είναι πάντα ο τρόπος για να δημιουργηθεί μία αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία. Το Ain’t Them Bodies Saints οφείλει και πρέπει να είναι μια πολύ συναισθηματική ταινία. Διαβάζοντας το σενάριό του, το οποίο ο ίδιος έγραψε, είναι μία ιστορία εξαιρετικά οδυνηρή και ιδιαίτερα δυνατή που θα μπορούσε να ραγίσει την καρδιά οποιουδήποτε. Δυστυχώς όμως το προαναφερθέν πλεονέκτημα του σκηνοθέτη γίνεται ταυτόχρονα το κύριο μειονέκτημά του. Η αφοσίωσή του να κινηθεί όσο το δυνατόν πιο ελλειπτικά μείωσε την ουσιαστική παρουσία των συναισθημάτων. Ο σκηνοθέτης Lowery επικράτησε του σεναριογράφου Lowery. Στην προσπάθειά του να απογυμνώσει την αφήγησή του με τον πιο μινιμαλιστικό τρόπο έχασε το βασικό αίτιο της ιστορίας του, το δράμα. Η εξαιρετική πυρρόξανθη φωτογραφία του Bradford Young κατακτά τα πάντα, έτσι ακόμη και το συναισθηματικό μέρος είναι παγιδευμένο στην εικόνα του και δεν μπορεί να μεταδοθεί στον θεατή. Οι ήρωες δείχνουν τα συναισθήματά τους, αλλά αυτά μόνο απεικονίζονται ή απλά υπονοούνται και δεν μπορούν να ανακληθούν πίσω στο ακροατήριο. Έτσι, στο τέλος ο Lowery προσφέρει μια ταινία που μπορεί να δημιουργήθηκε καρέ-καρέ ακολουθώντας την υψηλότερη ιμπρεσιονιστική ακρίβεια αλλά παραμένει άψυχη αφού ο ίδιος δεν άφησε την εικόνα του να αναπνεύσει. Αυτή είναι και η βασική διαφορά ανάμεσα σε ένα πραγματικό auteur και στον θαυμαστή του.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο David Lowery είναι ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης που κερδίζει την προσοχή μας, αλλά δεν δείχνει ακόμα ώριμος καλλιτεχνικά. Ο ίδιος εξακολουθεί να δουλεύει νοσταλγικά προσπαθώντας έτσι να προσεγγίσει τους αγαπημένους του σκηνοθέτες χωρίς να έχει ακόμη δώσει κάτι οργανικά δικό του. Η δημιουργικότητά του θα πρέπει να κερδίσει τη ρετρολαγνεία του, προκειμένου να εξελιχθεί το στυλ του. Ο ίδιος είπε πως θα ήθελε το Ain’t Them Bodies Saints να έχει την ποιότητα ενός παλιού folk τραγουδιού, κάτι που ο Bob Dylan θα μπορούσε να διασκευάσει. Ξέχασε όμως πως η folk, από τη φύση της, δεν χρειάζεται αυστηρούς κανόνες και φόρμες, και πως απλώς ρέει μέσα στις ζωές των ηρώων της.