Η Έκρηξη (2014)
Ένα δυνατό κοινωνικοπολιτικό δράμα από τον Σύλλα Τζουμέρκα που εκθέτει τον κυνισμό της προβληματισμένης Ελληνικής κοινωνίας ενώ η Μεσαία Τάξη της αποσυντίθεται.
Τα τελευταία χρόνια ο Ελληνικός κινηματογράφος έχει καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον των διεθνών κινηματογραφικών φεστιβάλ και αυτό είναι αρκετά λογικό. Από τη μία μεριά είναι η δικαιολογημένη περιέργεια σχετικά με την οικονομική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ενώ από την άλλη υπάρχει μία πληθώρα νέων σκηνοθετών που θέλουν και πρέπει να μιλήσουν για τη γενιά τους. Ο Σύλλας Τζουμέρκας ανήκει σε αυτούς τους σκηνοθέτες των οποίων η δουλεία έχει ιδιαιτέρως επηρεαστεί από την σημερινή πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία Χώρα Προέλευσης (2010) ο Τζουμέρκας παρουσιάζει το δεύτερο έργο του Η Έκρηξη. Η ταινία συμμετείχε στα διαγωνιστικά των φεστιβάλ του Λοκάρνο και του Σεράγεβου.
Η Μαρία (Αγγελική Παπούλια) είναι μητέρα τριών παιδιών και παντρεμένη με τον Γιάννη (Βασίλης Δογάνης) ο οποίος δουλεύει στο εξωτερικό ως καπετάνιος. Η καθημερινότητά της και οι αποφάσεις της πάντα επηρεάζονται από την οικογένειά της. Η Μαρία έχει συχνούς καβγάδες με τη μητέρα της (Θέμις Μπαζάκα) και τον πατέρα της (Γιώργος Μπινιάρης). Επίσης οι ήδη κακές σχέσεις που έχει με την αδερφή της Γωγώ (Μαρία Φιλίνη) θα χειροτερέψουν μετά τον γάμο της με τον ακροδεξιό Κώστα (Μάκης Παπαδημητρίου). Τα πάντα στον μικρόκοσμό της δείχνουν να είναι στα όρια της κατάρρευσης αφού οι διαφωνίες και τα προβλήματα δεν σταματούν ποτέ. Όταν η Μαρία θα βρεθεί ξαφνικά να αναλαμβάνει τα άγνωστα χρέη της μητέρας της, τότε η ελάχιστη ισορροπία που υπήρχε μεταξύ τους θα διαλυθεί και όλα θα καταρρεύσουν. Είναι τώρα η σειρά της Μαρίας να αποφασίσει για την ίδια και για τη ζωή της.
Η Έκρηξη θα μπορούσε να θεωρηθεί μία πραγματικά βελτιωμένη νοηματική συνέχεια της Χώρας Προέλευσης. Ο Τζουμέρκας, που συνέγραψε το σενάριο μαζί με την Γιούλα Μπούνταλη, τώρα παρουσιάζει τις ιδέες του πιο ολοκληρωμένα και με μεγαλύτερη ακρίβεια. Όπως και στην Χώρα Προέλευσης, ο σκηνοθέτης ακολουθεί μία πολύ γρήγορη σε ρυθμό και κατακερματισμένη αφήγηση που προσφέρει μία ιδιαίτερη επίδραση στον θεατή τόσο οπτικά όσο και συναισθηματικά. Η ιστορία, η οποία ξεδιπλώνεται σε μη χρονολογική συνέχεια, προσφέρει ένα πλήρες πορτραίτο της ζωής της Μαρίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών. Οι συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν βοηθούν επίσης τον θεατή να δικαιολογήσει την τρέχουσα κατάστασή της, τις σκέψεις της και φυσικά την τελική της απόφαση. Όλα ξεκινούν από την αναγκαστική εγκατάλειψη των σπουδών της στη Νομική Σχολή της Αθήνας προκειμένου να εργαστεί στο κατάστημα της οικογένειας. Αυτό θεωρητικά θα την βοηθούσε να μπει στους αληθινούς ρυθμούς της οικογένειας της και να γίνει σταδιακά ίδια με εκείνους. Αντ’ αυτού, η Μαρία νιώθει και είναι εγκατελειμένη από όλους. Αισθάνεται αποξενωμένη από την υπόλοιπη οικογένειά της, αφού είναι υπεύθυνη του καταστήματος και όλα περνάνε από εκείνη καθώς δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν άλλο. Επίσης είναι συναισθηματικά και σεξουαλικά απομονωμένη δεδομένου ότι ο σύζυγός της δεν βρίσκεται ποτέ παρόν και η σχέση τους συνεχίζεται σχεδόν αποκλειστικά μέσω διαδικτύου. Η αδερφή της απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από την ίδια ιδιαίτερα μετά τον γάμο της με έναν Χρυσαυγίτη. Η απομόνωση της Μαρίας θα μπορούσε εύκολα να αντιπαρατεθεί στην πραγματική απομόνωση που νιώθει κάθε ζωντανό κύτταρο στην σημερινή ελληνική κοινωνία. Η ίδια πρέπει να θυσιαστεί για το κοινό όφελος της οικογενείας της. Αναπόφευκτα οι αυτοκαταστροφικές της τάσεις είναι απλά το αποτέλεσμα των προβλημάτων που της έχουν κληροδοτηθεί και η ίδια νιώθει και ενεργεί ως το πραγματικό θύμα αυτής της αρρωστημένης κατάστασης.
Ο Τζουμέρκας χρησιμοποιεί τον χαρακτήρα της Μαρίας σε έναν εξαιρετικά συμβολικό ρόλο, καθώς θα μπορούσε να ενσαρκώσει όλα εκείνα τα καταστροφικά κομμάτια της ζωής του καθενός στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Επίσης μεταφέρει την κοινή αίσθηση πως κυριολεκτικά δεν μπορείς πλέον να βρεις ένα ασφαλές μέρος κάπου γύρω σου. Η Οικογένεια που ανέκαθεν θεωρήτω ως το έμβλημα της σταθερότητας και της ηρεμίας της κοινωνίας γίνεται πλέον επικίνδυνη και μετατρέπεται στον πυρήνα όλων των πραγματικών προβλημάτων. Σήμερα ο εχθρός που θα μπορούσε να σε καταστρέψει δεν είναι κάποια ξένη ή εξωτερική απειλή αλλά βρίσκεται τόσο κοντά σου. Η οικονομική κρίση ήταν απλώς η σπίθα που έθεσε σε φλόγες αυτές τις εύθραυστες σχέσεις και από τη στιγμή που κανένας πραγματικά δεν μπορεί να αντέξει τον άλλο δίπλα του, μπορούν πολύ εύκολα όλοι να καούν. Είναι γεγονός πως κατά τη διάρκεια μίας κρίσης ο καθένας εκθέτει τον αληθινό του εαυτό. Τίποτα δεν μπορεί να μείνει μυστικό πια, οι πολιτικές ιδεολογίες, οι σεξουαλικές επιθυμίες, οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, ακόμη και οι βαθύτερες προσωπικές ανάγκες και σκέψεις θα πρέπει να περνάνε μέσα από ένα σκληρά υλιστικό φίλτρο. Τα πάντα εκπίπτουν. Ο Τζουμέρκας προσπαθεί να αγωνιστεί σε πολλά μέτωπα και να αντιμετωπίσει κάθε πτυχή της κοινωνίας που πνίγει τον ίδιο και την γενιά του. Κάποιες φορές αυτή η μάχη φαίνεται άνιση και ανεξέλεγκτη καθώς δεν είναι εύκολο να είναι παρόν και να εκθέσει τα πάντα με τη μία. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα ένα μειονέκτημα, επειδή ο θεατής μπορεί να αισθανθεί και να εκτεθεί και ο ίδιος στις αναπάντεχα πολλές πληροφορίες και στα μπερδεμένα συναισθήματα που η Μαρία ήδη βιώνει. Όπως ακριβώς εκείνη, ο καθένας ψάχνει για μία απόδραση αλλά κανείς δεν φαίνεται αποφασισμένος να επιλέξει την δικιά του μοίρα και έτσι να αλλάξει το μέλλον του. Μήπως ο φόβος έχει κυριεύσει τους πάντες ή μήπως το παράδειγμα της Μαρίας θα πρέπει να ακολουθηθεί;
Η Έκρηξη όντας ένα ισχυρό κοινωνικοπολιτικό δράμα μπορεί να στοιχειώσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις των θεατών ακόμα και μετά την προβολή. Ο Τζουμέρκας χωρίς να χάνει την ακραία προσέγγισή της σημερινής οικονομικής κατάστασης στη χώρα, προσπαθεί παράλληλα να εντοπίσει και ποια θα είναι τα επακόλουθά της. Για αυτό το λόγο αποφασίζει να μπει μέσα στον παροξυσμό της κρίσης ρίχνοντας όλα τα σκουπίδια πάνω στο άσπιλο και ιερό Κυριακάτικο τραπέζι και απλά ρωτώντας αν κάποιος μπορεί να τους βάλει φωτιά. Αναπόφευκτα οι φλόγες θα κάψουν τα πάντα γύρω τους και το πρώτο τους θύμα θα πρέπει να είναι η μεσοαστική Οικογένεια – Κοινωνία που ήδη αποσυντίθεται. Όσο πιο κοντά μπορεί να φτάσει ο θεατής σε αυτή τη φωτιά τόσο πιο εύκολα θα τον αγγίξει και θα τον επηρεάσει.