No – Torino 30
Ένα βαθιά πολιτικό φιλμ του Pablo Larraín, με έντονα στοιχεία κοινωνικής κριτικής τα οποία μεταφέρονται μέσω του έξυπνου χιούμορ και της υποδόριας ειρωνείας.
Χάρη στη νεότερη γενιά σκηνοθετών ο κινηματογράφος της Χιλής τα τελευταία χρόνια καταφέρνει να εμφανίζεται δυναμικά στα διεθνή φεστιβάλ. Ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους σκηνοθέτες αυτής της γενιάς είναι ο Pablo Larraín. Αν και είναι μόλις 36 ετών, προσπαθεί να καταγράψει με τον δικό του τρόπο το παρελθόν της χώρας του και κυρίως την 17χρονη (1973-1990) δικτατορία του Augusto Pinochet. Η αρχή έγινε ήδη από την δεύτερή του ταινία Tony Manero (2008) όπου προσέγγισε την ιστορία λίγο κωμικά και ακολούθησε με το Post Mortem δύο χρόνια μετά σε πιο δραματικούς τόνους. Η “χαλαρή” και τυχαία ιστορική τριλογία του Larraín κλείνει με την τελευταία του ταινία, No που κέρδισε το βραβείο CICAE στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών πέρυσι στις Κάννες και φέτος είναι υποψήφια για Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Στις 5 Οκτωβρίου 1988 μετά από διεθνείς πιέσεις το καθεστώς του Pinochet αναγκάζεται να διεξάγει ένα δημοψήφισμα, το πρώτο δημοκρατικό γεγονός στη Χιλή μετά από 15 χρόνια. Σε αυτό οι πολίτες θα έπρεπε να αποφασίσουν αν δέχονται να συνεχιστεί για 8 ακόμα χρόνια η προεδρία του στρατηγού ψηφίζοντας αντίστοιχα ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Οι περισσότεροι πολίτες πιστεύουν πως θα υπάρξει εκτεταμένη νοθεία του αποτελέσματος και δεν θέλουν να συμμετέχουν σε μία εκλογική διαδικασία που ουσιαστικά θα νομιμοποιήσει και επίσημα τη δικτατορία. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης έχουν αντίθετη άποψη και σκέφτονται πως πρέπει να εκμεταλλευτούν μια τέτοια μοναδική ευκαιρία. Για το λόγο αυτό προσεγγίζουν και πείθουν να συνεργαστεί μαζί τους έναν νεαρό διαφημιστή, τον René Saavedra (Gael García Bernal). Ο Saavedra θα αναλάβει να οργανώσει την πολιτική τους καμπάνια καθώς και το καθημερινό 15λεπτο τηλεοπτικού χρόνου που τους παραχωρεί υποχρεωτικά η κρατική τηλεόραση. Η ρηξικέλευθη πρότασή του είναι να απομακρυνθούν από τις ρεαλιστικές και σκληρές εικόνες και να παρουσιάσουν το NO ως ακόμα ένα εμπορικό προϊόν για κατανάλωση. Για μία Νέα Ευτυχισμένη Χιλή.
Ο Larraín καταφέρνει κάτι εξαιρετικό με το No, μετατρέπει ένα θεωρητικά βαρύ και απρόσιτο πολιτικό και ιστορικό θέμα σε μία ελαφρά στο ύφος και όχι στο περιεχόμενο μαύρη κωμωδία με δόσεις από θρίλερ. Παρουσιάζει ίσως την πιο σημαντική στιγμή στην ιστορία της χώρας του τα τελευταία 25 χρόνια χωρίς να καταφύγει στην εύκολη και ωμή μαύρη προπαγάνδα όπως ακριβώς κάνει και ο ήρωας του René. Κρατάει το κοινό του πολιτικά ευαισθητοποιημένο ερεθίζοντας την συνείδησή του χωρίς όμως να την βαραίνει άσκοπα. Δεν προβάλλει απλά την αρνητική και κακή πλευρά ενός ούτως ή άλλος αδίστακτου συστήματος. Αντιθέτως χρησιμοποιεί ειρωνικά την φτηνή ευκολία της λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας που σε συνδυασμό με την επικρατούσα χρωματιστή αισθητική τσιχλόφουσκας των 80s εμποτίζουν όλη την προεκλογική καμπάνια αλλά και την ταινία. Σχεδόν ακολουθώντας την τακτική “ταινία μέσα σε ταινία” ο Larraín δίνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία στο να κατανοήσει ακόμα και κάποιος που δεν γνωρίζει τίποτα από την ιστορία του, το πως επετεύχθη η πιο αναπάντεχη και ίσως μοναδική αναίμακτη ανατροπή ενός ειδεχθούς καθεστώτος. Η απλοϊκότητα του μηνύματος δεν αναιρεί τον σκοπό του. Άλλωστε είναι λογικό πως κάθε πολιτική ανάλυση φαντάζει περιττή μπροστά σε άκρως συναισθηματικά ιδανικά όπως Ευτυχία και Χαρά.
Μπορεί το άκακο ουράνιο τόξο να προσπαθεί να χρωματίσει με ένα θεωρητικά απολιτικό πλουραλισμό την ταινία αλλά, πάρα την φαινομενική αθωότητά του, το No είναι ένα βαθιά πολιτικό φιλμ με έντονα τα στοιχεία της κοινωνικής κριτικής. Χρησιμοποιώντας έξυπνα το χιούμορ και την υποδόρια ειρωνεία ο Larraín χτυπά ευθέως το σύστημα που ανέθρεψε και πίστεψε όσο τίποτα άλλο η δικτατορία. Είναι το λιγότερο αστείο να βλέπεις πως οι θιασώτες ενός άκρατου οικονομικού φιλελευθερισμού, όπως εμπράκτως ήταν τόσο ο Pinochet όσο και το μεγαλύτερο μέρος των υποστηρικτών του, να πέφτουν θύματα του δικού τους κατασκευάσματος. Οι αντιφρονούντες δεν χρησιμοποίησαν κανένα από τα παραδοσιακά ιδεολογικά τους όπλα την πρώτη φορά που κατάφερναν να σπάσουν την επιβεβλημένη φίμωση τους. Θα ήταν λάθος κίνηση σε μία κοινωνία που είτε φοβόταν είτε βρισκόταν πολύ μακριά από μία τέτοια αλήθεια. Τα προηγούμενα χρόνια ο πολίτης – πελάτης – ψηφοφόρος – καταναλωτής είχε σιγά σιγά μετεξελιχθεί, το ίδιο και τα θέλω του. Η μόνη του βασική επιθυμία πλέον είναι η κάλυψη μίας επίπλαστης ανάγκης, δημιούργημα των διαφημίσεων, και η μόνη του απαίτηση το κατάλληλο προϊόν για να ικανοποιηθεί. Με αυτή την αγοραστική ψυχρότητα όφειλε να παρουσιαστεί η όποια αλλαγή θα έφερνε το ΝΟ, χωρίς ιδέες πόλωσης. Ο Saavedra αγκαλιάζει τα όπλα του αντιπάλου και πηγαίνει ένα βήμα μπροστά προκαλώντας τον να φαίνεται εκείνος απαρχαιωμένος. Πέραν όμως της πολιτικής ανάλυσης του τότε, η κοινωνική κριτική του Larraín φτάνει και στο σήμερα καθώς, όπως είναι λογικό, μια σχεδόν εικοσαετής διάβρωση ενός λαού δεν αλλάζει με ένα δημοψήφισμα. Η εξουσία αλλάζει, όμως στην ουσία οι ήρωες του και κατ’ επέκταση οι ίδιοι οι άνθρωποι που ενσαρκώνουν δεν εξελίσσονται, μένουν στάσιμοι και απλά αρκούνται στο να προσαρμοστούν στο εκάστοτε νέο πολιτικό περιβάλλον.
Αν και η ταινία θέλει να πείσει για την αυθεντικότητά της και την ιστορική της ακρίβεια το σενάριό της δεν είναι πρωτότυπο αλλά έχει βασιστεί σε ένα παλαιότερο και λιγότερο γνωστό θεατρικό έργο του Antonio Skármeta (Il Postino) με τίτλο Το Δημοψήφισμα. Εκτός του νέου Μεξικανού ηθοποιού Gael García Bernal, ο Larraín συνεργάζεται με τον αγαπημένο του Alfredo Castro που υποδύεται το αφεντικό του René και σχεδιάζει το πρόγραμμα για την ομάδα του Ναι. Για να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αναπαράσταση της αυθεντικής διαφημιστικής καμπάνιας, ο σκηνοθέτης με τον σεναριογράφο, Pedro Peirano παρακολούθησαν αρκετό αρχειακό υλικό. Η τελειομανία του Larraín δεν σταμάτησε εκεί. Κρατώντας πιστά την cult αισθητική της εποχής, αποφάσισε μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας, Sergio Armstrong, να χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά τέσσερις βιντεοκάμερες χαμηλής ανάλυσης εκείνης της δεκαετίας και να μείνουν αναγκαστικά στο παλιό κάδρο 4:3. Ακόμα και η επεξεργασία του υλικού έγινε με μουσειακό εξοπλισμό, ώστε να μεταφερθεί σε φιλμ 35mm, και είναι εμφανείς οι παραμορφώσεις των επίπεδων του φωτισμού, τα “καψίματα” στις άκρες των πλάνων και η κακή απόδοση των χρωμάτων. Η εμμονή του στην ακριβή απόδοση της αναλογικής κακής πιστότητας μπορεί να φτάνει στα όρια του φετιχισμού μιας και κάνει το No να μοιάζει με μία οικογενειακή βιντεοταινία ξεχασμένη για 25 χρόνια.
Χωρίς αμφιβολία το No του Pablo Larraín είναι μία εντελώς διαφορετική πολιτική ταινία από τις αναμενόμενες. Σαφώς παρά την αισιόδοξη διάθεσή της και το αναμενόμενο happy end κρύβει μία πικρία και μία απογοήτευση για όλα όσα ήρθαν ή θα έρθουν. Τελικά όμως αυτό που σίγουρα μένει είναι η θετική και ταυτόχρονα τρομακτική σκέψη πως ένα αφελές διαφημιστικό jingle έχει την δύναμη να ανατρέψει ακόμα και δικτάτορες.