Force of Evil (Ο Νόμος των Γκάνγκστερ, 1948)
Ο Abraham Polonsky υπονοεί πως η επιχειρηματικότητα δεν απέχει καθόλου από την εγκληματικότητα και πως κάτι διεφθαρμένο υπάρχει στην άσπιλη μεταπολεμική Αμερικάνικη κοινωνία.
ΟAbraham Polonsky ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία του film-noir ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1940. Αν και ήταν συγγραφέας από τις αρχές του 1930 ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο γράφοντας το 1947 το σενάριο για το ανεξάρτητο film-noir του Robert Rossen, Body and Soul (Δάφνες στο Ρινγκ). Ένα χρόνο αργότερα θα γράψει και θα σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία Force of Evil (Ο Νόμος των Γκάνγκστερ, 1948). Αυτή θα είναι και η τελευταία του επίσημη δουλειά στο Hollywood για τα επόμενα 21 χρόνια καθώς το 1951 μπήκε στην μαύρη λίστα της επιτροπής McCarthy ως κομμουνιστής. Ο Νόμος των Γκάνγκστερ θεωρείται σήμερα ως ένα από τα πιο υποτιμημένα και ταυτόχρονα πιο σημαντικά film-noir του Αμερικάνικου κινηματογράφου.
Η ιστορία έχει ως επίκεντρο τον Joe Morse (John Garfield), ένα διεφθαρμένο δικηγόρο που δουλεύει για λογαριασμό του ισχυρού gangster Ben Tucker (Roy Roberts). Ο Tucker θέλει να ελέγξει την αγορά των παράνομων λοταριών που υπάρχουν στη Νέα Υόρκη. Με τη βοήθεια του Morse θα στήσει τα νούμερα της κλήρωσης που συμπίπτει με την Ημέρα Ανεξαρτησίας με σκοπό να οδηγήσει τις μικρές παράνομες τράπεζες που διαχειρίζονται τα στοιχήματα σε χρεωκοπία. Με αυτό τον τρόπο και απολύτως νόμιμα θα τις εξαγοράσει και θα αποκτήσει το μονοπώλιο του στοιχήματος στην πόλη. Ο μεγάλος αδερφός του Joe, Leo Morse (Thomas Gomez), είναι ιδιοκτήτης μιας τέτοιας τράπεζας στην οποία επίσης εργάζεται η νεαρή Doris (Beatrice Pearson). Η Doris θα τραβήξει την προσοχή του Joe καθώς εκείνος προσπαθεί να προστατέψει τον αδερφό του και να τον πείσει να γίνει μέλος του νέου συστήματος. Βέβαια μία τέτοια μετάβαση κρύβει πάντα κινδύνους και πολλές συγκρούσεις.
Με μία πρώτη εντύπωση και κρίνοντας μόνο από τα στοιχεία που δίνονται στην πλοκή, η ταινία μοιάζει ως ένα ακόμα τυπικό film-noir της εποχής, όμως ο Polonsky δεν έμεινε σε αυτή την επιφανειακή ανάγνωση. Ο Νόμος των Γκάνγκστερ είναι κατά κύριο λόγο μια βαθιά ριζοσπαστική πολιτική ταινία που χρησιμοποιώντας την τάση της εποχής πέρασε πιο εύκολα ως μία ταινία με θέμα τις συμμορίες. Ο Joe, ο κεντρικός ήρωας, δεν είναι απλά ένας συνεργός των gangster αντιθέτως είναι ο συνδετικός κρίκος τους με την κατ’ επίφαση νομιμότητα και η προσεγμένη βιτρίνα τους με την πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας τις πολύτιμες γνώσεις του και βρίσκοντας τα νομικά κενά που υπάρχουν προσπαθεί να μετατρέψει το παράνομο στοίχημα σε νόμιμο παιχνίδι, το ξέπλυμα χρήματος σε επενδύσεις, τις χωρίς υπόσταση τράπεζες σε υποκαταστήματα, τους gangsters σε μετόχους και την συμμορία σε εταιρία. Παράλληλα ο ίδιος, αν και έχει καταγωγή από φτωχή οικογένεια, θα κερδίσει το πρώτο του εκατομμύριο και θα είναι ισότιμο μέλος της εταιρίας. Στην ουσία πίσω από αυτό το σχήμα κρύβεται όλη η δομή του Αμερικάνικου Ονείρου. Παρουσιάζεται η μαγική μετάβαση από την ανυπαρξία της φτώχειας ή της παρανομίας στον υγιή κερδοφόρο καπιταλισμό, τον ίδιο που μόλις πριν 20 χρόνια οδήγησε στο ιστορικό κραχ. Η αποδόμηση ενός πετυχημένου και φαινομενικά ηθικού συστήματος και η ευθεία συσχέτισή του με μία στυγνά εγκληματική οργάνωση είναι πρωτοφανής για τα δεδομένα του Hollywood ειδικά όταν αυτό γίνεται με τόσο ωμό τρόπο. Η επιχειρηματικότητα δεν απέχει καθόλου από την εγκληματικότητα. Κάτι διεφθαρμένο υπάρχει στην άσπιλη μεταπολεμική Αμερικάνικη κοινωνία.
Χωρίς αμφιβολία Ο Νόμος των Γκάνγκστερ είναι η πιο ολοκληρωμένη δουλειά στην καριέρα του Abraham Polonsky. Αν και έχει βασιστεί στο βιβλίο Tucker’s People του Ira Wolfert έχει ξεκάθαρα στοιχεία της γραφής του σκηνοθέτη. Σαφώς ο Polonsky φίλτραρε μέσω των ιδεολογικών του πιστεύω το σενάριο αλλά δεν προτίμησε έναν στείρο προπαγανδιστικό τρόπο. Όλη η ιστορία είναι δομημένη σε μία γρήγορη αλληλουχία εμφατικών διαλόγων που είναι ταυτόχρονα ρεαλιστικοί αλλά και υπό μία έννοια πομπώδεις. Η αυστηρότητα του περιεχομένου και των λεγομένων των ηρώων δεν είναι όμως παράταιρη καθώς εναρμονίζεται υπέροχα με την εξαιρετική ποιητική ροή που έχει ο λόγος στην ταινία. Δεν είναι τυχαίο πως οι αξιομνημόνευτες ατάκες της ταινίας ξεπερνούν σε φήμη ατάκες από πολύ γνωστότερες ταινίες και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στη γραφή του Polonsky. Η αξία του ποιητικού λόγου του σκηνοθέτη αναβαθμίζεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός πως δεν έμεινε απλά πιστός σε αυτή την ιδιαίτερη φόρμα αλλά εμπλούτισε κάθε φράση και κάθε σκηνή με συμβολισμούς. Υπάρχουν εμφανή σεξουαλικά υπονοούμενα, πολιτικές νύξεις, θρησκευτικές – βιβλικές αναφορές αλλά και μικρές δόσεις ελαφρότητας που είναι απαραίτητες σε μία τόσο σκοτεινή και απαισιόδοξη ταινία. Καταλυτικό ρόλο βέβαια στην απόδοση των διαλόγων παίζει η ερμηνεία του John Garfield που συνδυάζει την σκληρότητα των κακών του παρελθόντος με την απροσδιόριστη γοητεία των ηρώων της επόμενης δεκαετίας. Το τελικό αποτέλεσμα δένεται από την οριακά ακριβή σκηνοθεσία. Όλες οι καταστάσεις, τα συναισθήματα, οι εξελίξεις και οι ήρωες βρίσκονται στα όρια της παρακμής τους και η παραμικρή λάθος κίνηση θα οδηγήσει σε κατάρρευση.
Ο Νόμος των Γκάνγκστερ καταφέρνει χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά και σε απόλυτη αρμονία όλα τα αρχετυπικά στοιχεία του film-noir να διαφοροποιηθεί τόσο πολύ από το είδος σε βαθμό που να αγγίζει τα όρια του αντι-film-noir. Η ταινία όταν βγήκε πέρασε απαρατήρητη και όχι με θετικές κριτικές. Τα επόμενα χρόνια ανακαλύφθηκε εκ νέου κυρίως μέσω των Γάλλων κριτικών και σιγά σιγά απέκτησε το status που έχει σήμερα. Χαρακτηριστικά ο Martin Scorsese έχει αναφερθεί πολλές φορές για την επίδραση που είχε στην σκηνοθεσία του. Ο Abraham Polonsky απέδωσε την αρτιότητα της ταινίας στο φόβο που είχε πως δεν θα σκηνοθετήσει ξανά και για αυτό το λόγο ήθελε κάθε στιγμή να είναι ακριβής.